Ο πόλεμος των κουμπιών
13 μικρές ομάδες, να επιστρέφουν στο σχολείο, με δέρ- μα ηλιοκαμένο και τα ολόισια μαλλιά τους ξυρισμέ- να γουλί με την κουρευτική μηχανή (την ίδια που χρησίμευε και για τα βόδια). Φορούσαν παντελόνια από ντρίλι 1 ή βαμβάκι, γεμάτα μπαλώματα στα γό- νατα και στον πισινό, μα ολοκάθαρα, και έπλεαν μέσα στις καινούριες μπλούζες τους, τις καμωμένες από φτηνό πανί, το οποίο, καθώς ξέβαφε τις πρώτες μέρες του σχολείου, τους έκανε τα χέρια μαύρα σαν τα πόδια του βατράχου, όπως έλεγαν. Εκείνη τη μέρα, βάδιζαν αργόσυρτα στον δρόμο, με βήμα βαρύ σαν τη διάχυτη μελαγχολία που κυ- ριαρχούσε στον καιρό, στην εποχή και στο τοπίο. Κάποιοι από αυτούς, οι πιο μεγάλοι σε ηλικία, βρίσκονταν ήδη στην αυλή του σχολείου και η συ- ζήτηση είχε από ώρα ανάψει. Ο κυρ Συμεών, ο δάσκαλος, στεκόταν μπροστά στην πύλη που οδη- γούσε στον δρόμο, με την ολοστρόγγυλη καλόττα 2 του να καλύπτει το πίσω μέρος της κεφαλής του και τα γυαλιά του να διαφεντεύουν το μέτωπό του, πάνω ακριβώς από τα μάτια του. Παρακολουθούσε την είσοδο και κατσάδιαζε τους αργοπορημένους. Τα μαθητούδια έφταναν στην πύλη και ένα ένα έβγαζαν τις τραγιάσκες τους, περνούσαν μπροστά 1 Χοντρό βαμβακερό ύφασμα. 2 Ρωμαιοκαθολικός κόκκινος σκούφος που φορούν οι ιερείς.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=