Ο πόλεμος των κουμπιών

12 να περπατούν πλάι πλάι κατά τη μεριά του σχο- λείου. Ήταν ένα πρωινό του Οκτώβρη. Τα τεράστια γκρίζα σύννεφα που γέμιζαν τον ουρανό έκρυβαν τον ορίζοντα και τους κοντινούς λόφους, βυθίζοντας την εξοχή στη μελαγχολία. Οι δαμασκηνιές έστεκαν ολόγυμνες και οι μηλιές κάτωχρες. Τα φύλλα από τις καρυδιές παραδίδονταν στην ελεύθερη πτώση τους σχηματίζοντας στην αρχή αργόσυρτους και μεγάλους κύκλους που μετατρέπονταν μεμιάς σε κατακόρυφες βουτιές, θυμίζοντας γεράκια που ορ- μούν με φόρα σαν μειωθεί η απόσταση που τα χω- ρίζει από το θήραμά τους. Ο αέρας ήταν υγρός και ζεστός. Ο άνεμος ξεφυσούσε σε κύματα. Οι αλωνι- στικές μηχανές έδιναν κι εκείνες κάθε τόσο την πνι- χτή τους νότα, βγάζοντας ένα μονότονο βουητό κάθε φορά που καταβρόχθιζαν τα στάχυα. Το πέν- θιμο μουγκρητό τους απλωνόταν σαν απελπισμένος λυγμός όλο αγωνία ή σαν ολολυγμός. Το καλοκαίρι είχε μόλις τελειώσει και το φθινό- πωρο είχε αρχίσει ν’ αχνοφαίνεται. Ήταν γύρω στις οκτώ το πρωί. Ο ήλιος ίσα που είχε ξεπροβάλει θλιμμένος πίσω από τα σύννεφα και μια ασαφής και αόριστη αγωνία πλανιόταν πάνω από το χωριό και τη φύση ολάκερη. Η δουλειά στα χωράφια είχε αποσώσει, κι εδώ και δυο εβδομάδες έβλεπες τα παιδιά, ένα ένα ή σε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=