Ο πόλεμος των κουμπιών

25 γωνικών, ακολουθώντας την πιο σύντομη διαδρομή για τον τελικό τους στόχο: την εκκλησία του χωριού των εχθρών. Άκουγαν και τον παραμικρό θόρυβο που έβγαινε από τα χαντάκια, κολλούσαν τα κορμιά τους στους τοίχους και βυθίζονταν στις σκιές που έριχναν οι φράχτες από φόβο μπας κι εμφανιστεί άξαφνα το φαναράκι κάποιου ντόπιου που επέστρεφε σπίτι του για το βραδινό ή μήπως φανεί κάποιος αργοπορη- μένος ταξιδιώτης που πήγαινε να ποτίσει το παλιά- λογό του. Τίποτα δεν τους ενόχλησε πέρα απ’ το γάβγισμα του μπάσταρδου του σκυλιού του Ζαν απ’ την Περάστρα, που ούρλιαζε ασταμάτητα. Όταν έφτασαν στην πλατεία της εκκλησίας, έτρεξαν να χωθούν κάτω απ’ το καμπαναριό. Όλα ήταν έρημα και σιωπηλά. Ο Λεμπράκ απέμεινε μόνος, ενώ οι άλλοι τέσσε- ρις σκορπίστηκαν για να φυλάνε τσίλιες. Στη συνέχεια, βγάζοντας την κιμωλία από τα βά- θη της τσέπης του, ανασηκώθηκε όσο πιο ψηλά μπορούσε πατώντας στις μύτες των ποδιών του και έγραψε στη βαριά και πολυκαιρισμένη δρύινη πόρ- τα του ναού την ακόλουθη αινιγματική φράση που θα προκαλούσε μεγάλο σούσουρο την επόμενη μέρα την ώρα της λειτουργίας – περισσότερο εξαιτίας της απαράμιλλης ωμότητάς της παρά λόγω της ευφά- νταστης ορθογραφίας της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=