Ο πόλεμος των κουμπιών

23 Όλοι τους την ήθελαν αυτή την τιμή, αλλά τέσ- σερις μόνο αρκούσαν. Αποφασίστηκε λοιπόν ότι συνοδοί του θα ήταν ο Τσίχλας, ο Κρικ, ο Ατσίδας και ο Μεγάλος. Ο Γαμβέτας, που έμενε στον Λόφο, δεν μπορούσε να αργήσει τόσο να γυρίσει στο σπίτι, ο Γρουσούζης δεν έβλεπε καλά το βράδυ και ο Μπουλούκος δεν ήταν τόσο ευκίνητος όσο οι άλλοι. Κατόπιν η παρέα σκόρπισε. Οι πέντε πολεμιστές βρέθηκαν το βράδυ, μόλις χτύπησαν οι καμπάνες. – Έφερες κιμωλίες; είπε ο Λεμπράκ στον Κρικ, που, καθώς καθόταν πιο κοντά στον πίνακα, μπο- ρούσε να κλέψει κάνα δυο από το κουτάκι του κυρ Συμεών. Ο Κρικ είχε φέρει εις πέρας την αποστολή. Είχε κατορθώσει να σουφρώσει πέντε μεγάλες κιμωλίες. Τη μία την κράτησε ο ίδιος και τις υπόλοιπες τις μοίρασε στους συμπολεμιστές του. Έτσι, αν κάποιος έχανε την κιμωλία του στον δρόμο, οι υπόλοιποι θα μπορούσαν εύκολα να αναπληρώσουν την απώλεια. – Εμπρός λοιπόν! είπε ο Τσίχλας. Το μόνο που ακουγόταν μέσα στη νύχτα ήταν η χλαπαταγή από τα ξυλοπάπουτσά τους. Πρώτα πέ- ρασαν από τον κεντρικό δρόμο του χωριού, στη συ- νέχεια κατευθύνθηκαν προς το σοκάκι των Καπνο- δόχων και, στη μεγάλη φλαμουριά, έστριψαν κατά τη δημοσιά τραβώντας για το χωριό των Βελράνων.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=