Ο Παριζιάνος

Ο Π Α Ρ Ι Ζ Ι Α Ν Ο Σ 33 του 1914, ο Μιντχάτ Καμάλ οδηγήθηκε σε ένα γωνιακό δωμάτιο στον επάνω όροφο του σπιτιού των Μολινέ, στο Μονπελιέ. Το παράθυρο έβλεπε σε έναν σκοτεινό κήπο με ένα μοναχικό δέντρο στην πέρα άκρη του. Οι τοίχοι του δωματίου είχαν κίτρινες ρίγες και απέναντι από το κρεβάτι, δίπλα στο τζάκι, μια ξύλινη καρέκλα βρισκόταν αντικριστά σ’ ένα τραπέζι όπου κάποιο βάζο με κρίνα έραινε με πορτοκαλιά σκόνη τη γυαλισμένη του επιφάνεια. Το μπαούλο του στεκόταν όρθιο δίπλα σ’ ένα ερμάρι. Ξέλυσε τα πα- πούτσια του και έπεσε στο κρεβάτι. Ξαπλωμένος ανάσκελα σκέφτηκε ξανά τον ξένο στο κάτω πά- τωμα που λεγόταν Πολ Ρισέ, και προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του τον καπετάνιο του. Κόκκινες μπούκλες, ρυτίδες στα μάγουλά του. Την υπόλοιπη εικόνα δυσκολευόταν να τη συμπληρώσει. Ένιωσε τη λικνιστική κίνηση της θάλασσας και οι εικόνες της ημέ- ρας χαράσσονταν πίσω από τα βλέφαρά του: η γαλλική ακτή του πρωινού να ξεπροβάλλει μέσα από τον κυανό ορίζοντα· οι επιβάτες να εγκαταλείπουν το πρωινό τους για να μαζευτούν στα παράθυ- ρα· το λιμάνι της Μασσαλίας, η φασαρία από τις μαδερόσκαλες που έπεφταν στην προβλήτα, τα αυτοκίνητα, τα σφυρίγματα· η Ζανέτ να έρχεται προς το μέρος του τείνοντάς του το χέρι · η πόλη μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου, το σκοτάδι που έπεφτε· το κορντιάλ, το σαλόνι, η κρεβατοκάμαρα, το ταβάνι. Συνειδη- τοποίησε πως τα μάτια του είχαν κλείσει, και τα άνοιξε ξανά. Τα χρώματα είχαν χαθεί. Βρισκόταν γυρισμένος στο πλάι και το πάτωμα εμπρός στο παράθυρο ήταν στρωμένο με το φως του φεγγαριού. Μες στο σκοτάδι η κρεβατοκάμαρα έδειχνε μεγάλη κι απαλή. ΟΜιντχάτ ένιωθε να παραπαίει μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Ανασηκώθηκε. Η παγωνιά τον έτσουξε. Έβγαλε το σακάκι, κατέ- βασε τις τιράντες, ξεκούμπωσε το πουκάμισο. Μα μετά ένας ψί- θυρος, ένα απαλό χτύπημα – τίποτε το ανθρώπινο, ο ήχος δύο αντικειμένων που σέρνονταν το ένα δίπλα στο άλλο. Κοίταξε την πόρτα και την είδε να ανοίγει αθόρυβα από μια αδιάκριτη αύρα. Το μάνταλο δεν είχε κλείσει καλά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=