Ο νεαρός Μάνγκο

Ο Ν Ε Α Ρ Ο Σ Μ Α Ν Γ Κ Ο 13 Μόου τον είδε να τρίβει τα πλευρά του και θυμήθηκε τις πονεμένες μελανιές που άνθιζαν στα παΐδια του. Χτύπησε το τζάμι: Αχ, για τον Θεό, φύγε επιτέλους! Τότε ο γιος της χαμήλωσε τη ματιά του κι αφέθηκε να τον οδηγήσουν. Οι άντρες γελούσαν χτυπώντας το αγόρι στην πλάτη. Μπράβο, λεβέντη μου. Είσαι γενναίος . Η Μο-Μόου δεν ήταν θρήσκα, όμως έτεινε τα ροζ νύχια της προς τα ουράνια και τα κούνησε φωνάζοντας «αλληλούια». Έχυσε το τσάι της μες στο διψασμένο φυτό-αράχνη και, γεμίζοντας την κούπα της με «ενισχυμένο» κρασί, δυνάμωσε τη μουσική κι έβγαλε τα παπού- τσια της. Οι τρεις ταξιδιώτες πήραν ένα λεωφορείο της τοπικής γραμμής στη Σόχιχολ Στριτ. Στη Γλασκόβη είχε έναν απ’ τους σπάνιους καύσωνες, έτσι αναγκάζονταν να σπρώχνουν για να περάσουν μέσα από φασα- ριόζικες παρέες από γυμνόστηθους άντρες που είχαν ήδη πάρει ρο- δοκόκκινο χρώμα απ’ τον ήλιο. Στα παγκάκια κάθονταν στη σειρά γιαγιάδες με χοντρά μπράτσα, καθωσπρέπει με τα καπέλα τους και τα καλά τους μάλλινα πανωφόρια, με το πανωχείλι τους να είναι μες στον ιδρώτα. Eνώ πιτσιρίκια με ιδρωμένα πρόσωπα έκαναν σχοινάκι αντίκρυ στον δρόμο, οι γυναίκες λαγοκοιμόνταν στη ζέστη, με το κεφάλι ριγμένο στα παχιά τους στήθια. Θύμιζαν στον Μάνγκο τα περιστέρια στην πολυκατοικία, κάτι μεγάλα και νωθρά πουλιά με τα μάτια μισόκλειστα και το κεφάλι βυθισμένο μες στα πούπουλα του λαιμού. Την πόλη ζωντάνευε ο ήχος από τους πλανόδιους μουσικούς, που τον ανταγωνιζόταν το πολεμικό κροτάλισμα μιας μπάντας της αδελ- φότητας των Όραντζ. Σαν ωδικά πτηνά που τερετίζουν, τα πίκολο της μπάντας έβγαζαν γλυκές τρίλιες με συνοδεία τον βαρύ κρότο μιας γκρανκάσας. Ο σκοπός ήταν τόσο συγκινητικός, που ένας γη- ραιός τζέντλεμαν με εκλεπτυσμένη όψη, χαμένος σ’ ένα ονειροπό- λημα, έχυνε δάκρυα σαν μεγάλες δροσοσταλίδες. ΟΜάνγκο προσπά- θησε να αποστρέψει το βλέμμα από τη θέα ενός άντρα που δάκρυζε έτσι απροκάλυπτα. Δεν μπορούσε να ’ναι βέβαιος αν ο λόγος που έκλαιγε ήταν η απελπισία ή η περηφάνια. Κάτω από το μανίκι του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=