Ο νεαρός Μάνγκο

Ο Ν Ε Α Ρ Ο Σ Μ Α Ν Γ Κ Ο 31 λασσα από φυτά, πήρε στην πλάτη το αγόρι που ’χε ακάλυπτα τα πόδια του. Όρμησε ο Γκάλοουγκεϊτ μέσα από τα χαμόκλαδα σαν σε- λωμένο μουλάρι. Χρεμέτισε, καθώς ο καλπασμός του έκανε ένα γάρ- γαρο γέλιο να ξεχυθεί από το στόμα του Μάνγκο. Όσο πιο πολύ γε- λούσε το αγόρι, τόσο περισσότερο κάλπαζε ο Γκάλοουγκεϊτ, ώσπου ο πυκνός θόλος του δάσους αντηχούσε τις τσιρίδες του Μάνγκο κι ο άντρας κοντανάσαινε βαριά τώρα. Του ’χε φανεί παράξενο στην αρχή να τυλίγει τα γυμνά του πόδια γύρω από τη μέση του Γκάλοουγκεϊτ, όμως ένιωθε ασφαλής στην πλάτη του άντρα. Καθώς ο Γκάλοουγκεϊτ τον κατέβαζε ξανά, έτριψε τα καλάμια του αγοριού να φύγει η παγωνιά, κι ο Μάνγκο αναρωτή- θηκε μήπως τον είχε παρεξηγήσει. Κοίταξε παραπίσω στο μονοπάτι, όμως δεν έβλεπε ούτε άκουγε πλέον τον Σεντ Κρίστοφερ. Ο Γκάλοου­ γκεϊτ έδειχνε να μη νοιάζεται· κοντανασαίνοντας, συνέχιζε να προ- χωρά μες στις φτέρες. Ο ήλιος βυθιζόταν πίσω από τους λόφους όταν πια έφτασαν στην όχθη της λίμνης. Μετά την κλεισούρα του δάσους, η λίμνη ανοίχτη- κε ξάφνου, τόσο πλατιά, που ο Μάνγκο σχεδόν δυσκολεύτηκε να τη χωρέσει στο βλέμμα του. Πήγε τρεκλίζοντας μέχρι την όχθη. Τα τελευταία χρώματα της μέρας έσβηναν και, καθώς οι πλέον απαλές βιολετί και βερικοκί αποχρώσεις ξεθώριαζαν στον ορίζοντα, λυπήθηκε που δεν είχαν φτάσει νωρίτερα. Έγειρε πίσω το κεφάλι και βάδισε σε κύκλο. Ο ουρανός από πάνω του ήταν ένα κυανό που σκού- ραινε, με αχνές λεμονιές ρίγες εδώ κι εκεί. Δεν ήξερε ότι μπορούσε ο ουρανός να χωρέσει τόσες αποχρώσεις – ή δεν το ’χε προσέξει πρω- τύτερα. Κοιτούσε κανένας στη Γλασκόβη ψηλά; Έβγαλε έναν σιγανό αναστεναγμό γεμάτο δέος. Όλη τούτη η ομορ- φιά στον ουρανό καθρεφτιζόταν στη λίμνη λες και η Μητέρα Φύση καυχιόταν. Ο Γκάλοουγκεϊτ χαμογέλασε με καμάρι. «Και πού να δεις τον ουρανό τη νύχτα. Τέτοιο μαύρο δεν το ’χεις ξαναδεί». Προσφέρθηκε να καθίσει ο Μάνγκο στους ώμους του ώστε να μπορεί να διακρίνει την αντίπερα όχθη προτού χαθεί ολότελα στο σούρουπο. Απ’ αυτό το ύψος, του Μάνγκο τού φάνηκε ότι η λίμνη έπρεπε να ’χει τρία χιλιόμετρα πλάτος και εκατόν εξήντα μήκος.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=