Ο νεαρός Μάνγκο

D O U G L A S S T U A R T 24 γυμνά του πόδια με το άνοράκ του και, τραβώντας τα γόνατά του πάνω στο στήθος του, τα έκρυψε απ’ αυτόν τον χωρίς ζέστη ήλιο. Ήταν τόσο σπάνιος εκείνος ο καύσωνας στη γειτονιά του, που δεν είχε σκεφτεί να φέρει άλλο ρούχο πέρα από το λεπτό ποδοσφαιρικό του σορτς. Η Μο-Μόου δεν του είχε αφήσει καθόλου χρόνο να ετοι- μάσει το σακίδιό του και δεν τον είχε σταματήσει καθώς έβγαινε, ακατάλληλα ντυμένος, από την πόρτα. Έβγαλε το χοντρό πουλόβερ Fair Isle από το σακίδιό του και το έβαλε κάτω από το μπουφάν του. Το ξερό σκοτσέζικο μαλλί τον γαρ- γάλησε καθώς γλιστρούσε πάνω στο πρόσωπό του. Έριξε μια ματιά προς τους μπεκρούλιακες μες στα σχίνα. Χουφτώνοντας το πουλόβερ πάνω από τη μύτη του, έσυρε τη γλώσσα του στη μέσα μεριά της πλέξης. Μύριζε ακόμη καθαρό αέρα, πριονίδι και οσμή αμμωνίας απ’ το κάτουρο των περιστεριών. Του θύμισε το σπίτι του. Με τον αντίχειρά του έχωσε το πλεκτό στ’ ανοιχτό του στόμα κι έκλεισε τα μάτια. Το έσπρωξε μέσα ώσπου πνίγηκε. Όταν έφτασε πια το λεωφορείο, οι άντρες είχαν γίνει σκνίπα. Ο Μάνγκο τούς βοήθησε να επιβιβαστούν με τις τσάντες τους και τα καλάμια τους κι έπειτα περίμενε υπομονετικά να πληρώσει ο Σεντ Κρίστοφερ το εισιτήριο. Ο μεθυσμένος ταλαντεύτηκε κι έβγαλε μια χούφτα χάλκινα κι ασημένια ψιλά. Γυναίκες με πρόσωπα σκασμένα από το κρύο ξεφύσησαν ανυπόμονα, με τα ψώνια τους να ξεπαγώνουν στα πόδια τους, κι ο Μάνγκο ένιωσε τον σβέρκο του να καίει, άρπα- ξε τα ψιλά από τη γουβιασμένη χούφτα του Σεντ Κρίστοφερ κι άρχισε να τα ρίχνει ένα ένα στον κερματοδέκτη. Ένιωθε τα μάτια του να συσπώνται νευρικά κι ανακουφίστηκε όταν ο οδηγός είπε τελικά: «Εντάξει, σταμάτα. Φτάνουν τόσα, αγόρι μου». Είχε νιώσει ντροπή που δεν μπορούσε να κάνει τόσο γρήγορα πρόσθεση. Πήγαινε στο σχολείο αραιά και πού απ’ όταν η Μο-Μόου είχε αρρωστήσει ξανά από το ποτό. Ο οδηγός έλυσε το χειρόφρενο. Ο Μάνγκο δεν μπορούσε να κοι- τάξει κατάματα τις επαρχιώτισσες, όμως γέλασε ακούγοντας τον Σεντ Κρίστοφερ να βαδίζει τρεκλίζοντας πίσω του και να εύχεται «πολύ καλησπέρα σας» προς τα ξινισμένα τους πρόσωπα. Ο Γκάλοουγκεϊτ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=