Ο νεαρός Μάνγκο

Ο Ν Ε Α Ρ Ο Σ Μ Α Ν Γ Κ Ο 23 ξανά κάτω τα ρούχα του, σίγουρος ότι το πρόσωπό του είχε φουντώσει. Ο Γκάλοουγκεϊτ κούνησε το κεφάλι. «Σκατοϋπόθεση. Η μάνα σου μας είπε για τα μπλεξίματα που ’χες μ’ εκείνους τους βρομιάρηδες τους Φίνιαν. Καθολικοί, φίλε μου. Το παίζουν αγαθοπαναγίες οι μπά- σταρδοι». Ο Μάνγκο προσπαθούσε να μην το σκέφτεται αυτό. «Μη σκας» είπε μ’ ένα χαμόγελο ο Γκάλοουγκεϊτ. «Θα σε πάρου- με μακριά από κείνη την κωλογειτονιά. Θα περάσεις μαζί μας ένα σωστό αγορίστικο Σαββατοκύριακο. Θα σε κάνουμε άντρα, ε;» Άλλαξαν λεωφορείο και μετά άλλαξαν ξανά, κι ύστερα περίμεναν κο- ντά τρεις ώρες για το επόμενο. Ήταν πολύ πέρα από τη Λοχ Λόμοντ τώρα κι ο Μάνγκο άρχισε να σκέφτεται ότι οι άντρες δεν είχαν ιδέα πού βρίσκονταν. Του φαίνονταν όλα ίδια. Οι δυο μπεκρήδες, μες στα σχίνα πίσω από τη μεταλλική στάση του λεωφορείου, ήπιαν τα τελευταία τενεκεδάκια Tennent’s. Πού και πού ο Γκάλοουγκεϊτ πετούσε ένα τενεκεδάκι πάνω από τους θά- μνους στον επαρχιακό δρόμο και ρωτούσε το αγόρι αν ερχόταν το λεωφορείο. Ο Μάνγκο μάζευε τα σκουπίδια κι έλεγε: «Όχι, δεν έρ- χεται». Έτρεμε στη λιακάδα κι άφησε ανεμπόδιστο το τικ στο πρόσωπό του, τώρα που δεν τον κοιτούσε κανένας ξένος χάσκοντας. Όταν ήταν μόνος, προσπαθούσε ν’ αφήνει ελεύθερη αυτή του την παρόρμηση μήπως και καταλάγιαζε, όμως δεν έπιανε ποτέ. Έκανε περισσότερο κρύο εδώ στην ύπαιθρο. Ο νωθρός ήλιος του βορρά έμοιαζε κολλημένος στον ουρανό, όμως τη ζέστη που ανέδιδε την έκλεβε ο άνεμος που σάρωνε τις κοιλάδες. Η μύτη του άρχισε να στάζει. Το πρωί μπορεί επίσης να ’ταν καμένος απ’ τον ήλιο. Κάθισε στις φτέρνες. Είχε ένα κακάδι στο δεξί γόνατο και το δέρ- μα ήταν σουρωμένο και τον φαγούριζε. Τσέκαρε ότι δεν τον παρα- κολουθούσε κανένας κι ύστερα έβαλε πάνω τα χείλη του και το έγλει- ψε για να το μαλακώσει, το βύζαξε, ώσπου μια μεταλλική γεύση γέμισε το στόμα του. Ήξερε πως δεν μπορούσε να ’χει εμπιστοσύνη στον εαυτό του ότι δεν θα έγλειφε ξανά το κακάδι, έτσι σκέπασε τα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=