Ο νεαρός Μάνγκο

D O U G L A S S T U A R T 20 γλώσσα του να πηγαινοέρχεται γρήγορα πάνω στο χαρτί. Πήρε έπειτα μια βαθιά ρουφηξιά και ξεφύσησε τον καπνό μέσα στο άδειο κουτά- κι της μπίρας. Γούβιασε το χέρι του πάνω από το στόμα του σαν να ’χε πιάσει μια αράχνη, όμως η βρόμα του καπνού πλανιόταν ήδη μες στο λεωφορείο. Πολλοί επιβάτες γύρισαν κι αγριοκοίταξαν προς τα πίσω καθίσματα. Ο Μάνγκο έσκυψε από πάνω του μ’ ένα πράο χα- μόγελο κι άνοιξε το λεπτό τζάμι. «Καπνίζεις;» ρώτησε ο άντρας ανάμεσα στις ρουφηξιές που τρα- βούσε αχόρταγα. Τα μάτια του ήταν βαθυπράσινα και εδώ κι εκεί λαμπύριζαν μέσα τους χρυσές κηλίδες. «Όχι». «Μπράβο». Πήρε άλλη μια βαθιά ρουφηξιά. «Δεν σου κάνει καλό». Ο Σεντ Κρίστοφερ άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του κι αυτός με τα τατουάζ τού έδωσε απρόθυμα το τσιγάρο. Τότε ο Σεντ Κρίστοφερ ρούφηξε και ρούφηξε ώσπου δεν μπορούσε να τραβήξει άλλο. Τα ξερά του χείλια κολλούσαν πάνω στο υγρό χαρτί. Αυτός με τα τατουάζ χτύπησε με τον ώμο του τον ώμο του Μάνγκο. «Τα φιλαράκια της μαμάς με λένε Γκάλοουγκεϊτ γιατί είμαι αποκεί». Έφτιαξε τα δαχτυ- λίδια του με τα χρυσόλιρα κι ένευσε προς τον ανυποψίαστο οδηγό του λεωφορείου. «Είσαι λιγουλάκι νευρικός, δικέ μου, δεν βρίσκεις; Έτσι και μας πει κουβέντα, θα τον σφάξω τον γαμιόλη». Ο Σεντ Κρίστοφερ ρούφηξε ώσπου η καύτρα τού ’καψε τα δάχτυλα. «Σ’ αρέσει να ψαρεύεις;» «Δεν ξέρω». Ο Μάνγκο χάρηκε που είδε το τσιγάρο να σβήνει. «Δεν το ’χω ξανακάνει». «Εκεί που πάμε μπορείς να πιάσεις λούτσους, χέλια, στικτομυλο- κόπια» είπε ο Γκάλοουγκεϊτ. «Μπορείς να ψαρεύεις όλο το Σαββατο- κύριακο και κανένας δεν θα έρθει να σου ζητήσει την άδεια. Για τριάντα, εξήντα χιλιόμετρα μακριά αποκεί δεν υπάρχει ψυχή». Ο Σεντ Κρίστοφερ κατένευσε. «Ναι. Είναι όσο πιο κοντά μπορείς να πας στον παράδεισο με τρία λεωφορεία». «Τέσσερα» τον διόρθωσε ο Γκάλοουγκεϊτ, «τέσσερα λεωφορεία». Η ιδέα ότι θα πήγαιναν σ’ αυτή την ερημιά έκανε τον Μάνγκο να νιώσει ένα σφίξιμο στην καρδιά. «Τα τρώτε τα ψάρια;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=