Ο νεαρός Μάνγκο

D O U G L A S S T U A R T 18 Ο Σεντ Κρίστοφερ βύζαινε το κουτάκι του να το στραγγίξει, όταν είπε ο Μάνγκο: «Θα ’πρεπε ίσως να πήγαινες και τις Τετάρτες. Αν το ’χεις στ’ αλήθεια ανάγκη, ε;». «Ναι, αλλά μ’ αρέσει το παρατσούκλι μου». Έβαλε το χέρι μέσα από το μπλουζάκι του κι έβγαλε ένα τόσο δα τσίγκινο μετάλλιο του αγίου. « Σεντ Κρίστοφερ . Είναι το καλύτερο πράμα που ’χουνε πει για μένα». «Δεν θα μπορούσες απλώς να τους λες το επώνυμό σου;» «Θα ’σουν ανώνυμος τότε;» πετάχτηκε αυτός με τα τατουάζ. «Αν αρχίσεις να λες τα σώψυχά σου και ν’ αφήνεις να ξέρει ο πάσα ένας ποιοι είναι οι δαίμονές σου, τότε τ’ όνομά σου θα γίνει βούκινο». Ο Μάνγκο ήξερε πολύ καλά ότι οι άνθρωποι είχαν δαίμονες. Της Μο-Μόου φανερωνόταν όποτε λαχταρούσε να πιει. Ο δαίμονάς της ήταν ένα φίδι πλακουτσό σαν χέλι, με σαγόνι και ματάκια νυφίτσας και με την ανακατεμένη γούνα ψωριάρη αρουραίου. Ήταν ένα πράγ- μα γλιστερό σε αλυσίδα, που την ταρακουνούσε και την έσερνε προς πράγματα που θα ’πρεπε εκείνη να τ’ αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Ήταν πανούργο κι αχόρταγο. Μπορεί να καθόταν ήσυχο ήσυ- χο και να περίμενε ώσπου να φύγουν τα παιδιά για το σχολείο, να αποχαιρετήσουν τη μητέρα τους μ’ ένα φιλί, κι έπειτα να χυμούσε καταπάνω στη Μο-Μόου και να τη στραγγάλιζε θαρρείς και ήταν κάνα φοβισμένο ποντικάκι. Κι άλλες φορές κουλουριαζόταν μέσα της και καθόταν βαρύ στην καρδιά της. Ο δαίμονας ήταν πάντα εκεί, κάτω ακριβώς από την επιφάνεια, ως και τις καλές ημέρες. Τις μέρες που παραδινόταν στο ποτό, ο δαίμονας για λίγο ησύχα- ζε. Όμως μερικές φορές η Μο-Μόου έφτανε μέχρι τέτοιο σημείο με το ποτό, που γινόταν μια ολότελα άλλη γυναίκα· ένα ολότελα άλλο πλάσμα. Το πρώτο σημάδι ήταν το πώς πλαδάρευε το δέρμα της λες και το αληθινό της πρόσωπο γλιστρούσε κι έφευγε, για να φανερώσει τούτη την παράξενη γυναίκα που καιροφυλαχτούσε από κάτω. ΟΜάν- γκο, ο αδερφός του και η αδερφή του αποκαλούσαν τούτη την πλα- δαρή εκδοχή της Πατατοσκιάχτρα , λες και ήταν πράγματι κάνα σκιάχτρο που έσερνε τα πόδια του και δεν είχε καρδιά. Όσο κι αν τα παιδιά της τη γέμιζαν με την αγάπη τους ή προσπαθούσαν να τη στήσουν στα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=