Ο νεαρός Μάνγκο

D O U G L A S S T U A R T 16 Αυτός ο άντρας έμοιαζε να είναι είκοσι φεύγα χρονών. Φορούσε λουλακί τζιν και η ζώνη του ήταν περασμένη κάτω από το σήμα με τη φίρμα, για να φαίνεται ότι ήταν Armani. Ήταν όμορφος –ή πρέπει να ’ταν σχεδόν όμορφος κάποτε–, αλλά υπήρχε ήδη πάνω του κάτι χαλασμένο, σαν καλό κρέας που αφέθηκε έξω απ’ το ψυγείο. Παρά τη ζέστη, φορούσε ένα φουσκωτό τζάκετ αεροπορίας. Όταν το έβγαλε, ο Μάνγκο είδε ότι τα μπράτσα του ήταν νευρώδη, με λιανούς μυς, κάτι που φανέρωνε βαρύ επάγγελμα ή χρόνια πυγμαχίας, ή και τα δύο. Τα μαλλιά του ήταν κοντοκομμένα. Η φράντζα του ήταν χτενισμέ- νη προς τα μπρος με ζελέ, πριονωτή στην άκρη λες κι είχε κουρευτεί με ψαλίδι ζικ ζακ. Ο Μάνγκο κοίταξε το κατεστραμμένο δέρμα στις αρθρώσεις των δαχτύλων του. Το χρώμα του ήταν μελί, κάτι σπάνιο για Σκοτσέζο, αλλά μπορεί η φαμίλια του να καταγόταν από κείνους τους Ιταλιάνους ή τους Σπανιόλους που είχαν τα μαγαζιά με ψάρι και τηγανητές πατάτες, μέσω των «Μαύρων» Ιρλανδών, αυτών με τα μαύρα μαλλιά και μάτια. Κάθε ίχνος τούτης της αύρας εξανεμίστηκε όταν ο άντρας είπε σε άχρωμα, λαρυγγικά γλασκοβέζικα: «Μην μπαίνεις στον κόπο με τον παλιόφιλο τον Σεντ Κρίστοφερ». Μίλησε χωρίς να κοιτάζει κανέναν τους. «Θα ’κανε ως κι άλογο ακόμα να βαρεθεί». ΟΜάνγκο έμεινε να αναρωτιέται γιατί βρισκόταν σ’ ένα λεωφορείο με τον «Αϊ-Χριστόφορο», ενώ ο άλλος άντρας άρχισε ξανά να σκαλίζει τη μύτη του. Καθώς το δαχτυλάκι του άντρα έψαχνε μες στο ρουθού- νι του, ο Μάνγκο πρόσεξε ότι φορούσε δαχτυλίδια με χρυσόλιρο σε όλα του τα δάχτυλα κι ότι οι πήχεις του είχαν χτυπημένα, σαν φίδια, τατουάζ που πλέκονταν το ένα με τ’ άλλο. Ήταν άνθρωπος καλυμμέ- νος με λέξεις: από τους λογότυπους στο στήθος του ως τα παπούτσια του, το τζιν του μέχρι και το δέρμα του. Είχε γράψει πάνω στη σάρκα του, με μια βελόνα ραψίματος, ονόματα γυναικών και συμμοριών: Σάντρα, Τζάκι, RFC, The Mad Squad. Εδώ κι εκεί το μπλε μελάνι είχε τρέξει σαν νερομπογιά κάτω από το δέρμα του βάφοντάς τον με μια όμορφη βιολετιά απόχρωση. Ο Μάνγκο διάβασε προσεκτικά τα χέρια του κι απομνημόνευσε όσο περισσότερα μπορούσε. Ο Σεντ Κρίστοφερ έβαλε το χέρι σε μια από τις τσάντες και, μ’ ένα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=