Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου (Συλλεκτική έκδοση)

AΛKH ZEH 26 | — Τι παράξενα που έχει απλωµένο το φτερούγι του, απορεί η Αντιγόνη. Αν την άκουγε ο πατέρας, σίγουρα θα ’λεγε, «παι- διαρισµοί». Η Αντιγόνη ήτανε δεκατεσσάρω χρονώ, κι ο µπαµπάς νοµίζει πως σαν είσαι πια τόσο µεγά- λος, δεν µπορείς να λυπάσαι για ψόφια τριζόνια. — Θέλεις το κουτί από το βραχιόλι µου, για να το θάψεις; τον ρώτησε. Παρόλο που ήτανε στις µεγάλες της καλοσύνες, ο Πέτρος αρνήθηκε. Θα το έβαζε το τριζόνι µέσα στη χαραµάδα του δοκαριού, κι ας ήτανε πεθαµένο. Το πρωινό το έφαγε ανόρεχτα και σαν τον ρώτη- σε η µαµά αν έχει να κάνει µαθήµατα, απάντησε κάτι, που δεν έµοιαζε ούτε ναι ούτε όχι. Τέλειωσε όσο πιο γρήγορα µπορούσε και ροβόλησε κάτω στην αποθήκη. Μόλις άνοιξε την πόρτα, ο Θόδωρος έτρε- ξε –όσο µπορούσε βέβαια να τρέξει– κοντά του. Ο Θόδωρος ήτανε µια µεγάλη χελώνα, που κάποτε ήτανε ένα µικρό χελωνάκι, που χωρούσε σ’ ένα σπιρ- τόκουτο. Την είχε κάνει τράµπα µ’ έναν συµµαθητή του, τον Θόδωρο, του είχε δώσει για να την πάρει ολόκληρο σακουλάκι βόλους και τρεις ακόµα γκα- ζές. Ο Πέτρος την έβγαλε Θόδωρο, γιατί περπατού- σε αργά αργά και βαριεστηµένα σαν τον συµµαθητή του. Σα δε χωρούσε πια στο σπιρτόκουτο, την έβα- λε σ’ ένα κουτί λουκουµιών, την κουβαλούσε µαζί

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=