Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου

AΛKH ZEH 12 | κάθισε στο κρεβάτι του, πήρε το κουτί, το ακούµπη- σε πάνω στα σκεπάσµατα και κοίταζε το πεθαµένο τριζόνι, που δεν είχε πεθάνει, σαν όλα τα µαµούνια, ανάσκελα, µε κοκαλωµένα τα πόδια στον αέρα, µα ήτανε γερµένο στο πλάι µε το ένα του φτερούγι ξε- διπλωµένο. Καλά που ήτανε Κυριακή, αλλιώς, θα έπρεπε να φύγει ο Πέτρος για το σχολείο και δε θα είχε καιρό ούτε να το θάψει. Στο σπίτι κανείς δεν είχε ξυπνήσει ακόµη. Ο παπ- πούς µονάχα έβηχε. Τον άκουγε από την τραπεζαρία να στριφογυρίζει στον καναπέ που το βράδυ γινότα- νε κρεβάτι του, µα δεν είχε κι αυτός σηκωθεί. Η Αντι- γόνη, η αδελφή του Πέτρου, του είχε πει να την ξυ- πνήσει νωρίς, αν ήτανε καλός ο καιρός, γιατί θα πή- γαινε βόλτα µε τις φίλες της. Έκανε λιακάδα και ζέ- στη, µόλο που ο Οκτώβρης κόντευε να τελειώσει. Όπως ήτανε µε τις πιτζάµες και ξυπόλυτος, πήρε το κουτί µε το τριζόνι και ζύγωσε στο κρεβάτι της. Παρ’ όλη του τη λύπη για το πεθαµένο του ζουζούνι, δεν µπόρεσε να µη γελάσει σαν αντίκρισε το κεφάλι της Αντιγόνης να ξεφυτρώνει από τα σκεπάσµατα. Το είχε δει τόσες φορές, και κάθε φορά του φαινότανε και πιο αστείο. Η Αντιγόνη τύλιγε τα µαλλιά της σε άσπρα κουρελάκια –ο Πέτρος µια φορά τα είχε µε- τρήσει και τα είχε βγάλει εξήντα οχτώ– κι όσο κι αργά και να τέλειωνε τα µαθήµατά της, δε βαριότανε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=