Ο κουτσός άγγελος
Ο ΚΟΥΤΣΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ 11 χαιρώνονταν για μια θέση στα ξένα ποστάλια που ήταν λι γοστά. Τα άλλα, επιταγμένα απ’ την Κυβέρνηση, μετέφεραν Κύριος οίδε τι στην Κρήτη απ’ ό,τι ακούγαμε. Έτσι έφυγε ο ράφτης κι έτσι μου έμειναν το κομό, το γρα φειάκι και η λάμπα με το ποδάρι, προς μεγάλο κακοφανισμό του ιδιοκτήτη μου: από τη μέρα εκείνη με θεωρούσε «μεγάλη μάρκα» που τ’ άρπαξα τσάμπα μέσ’ από τα χέρια του μόνο με μια υπόσχεση. Ο ράφτης ‒που είχα κρατήσει τ’ όνομά του σε κάποια ατζέντα‒ δεν έγραψε ποτέ να μου ζητήσει τα λεφτά. Τα τρία αυτά κομμάτια καλά με βόλεψαν. Το κομό ήταν για τους φακέλους που δεν απόκτησα ποτέ, η λάμπα στέκει πλάι στο γραφείο μου και σπάνια χρειάζεται ν’ ανάψω τον γλόμπο της οροφής, το γραφειάκι πήγε πίσω από το χώρισμα με το τζάμι, στον προθάλαμο, για τη γραμματέα που πια δεν είχα. Τον καιρό που πρωτάνοιξα «Γραφείον Ερευνών» σ’ ένα παλιό μέγαρο, Πανεπιστημίου 44 και Χαριλάου Τρικούπη γωνία, είχα προσλάβει τη Βάντα. Ήταν ο πρώτος μου καιρός στην Αθήνα, λεφτά είχα ακόμα όσα έφερα μαζί. Η Βάντα μού έμαθε τον τούρκικο καφέ, και τον έκανε πραγματικά με τρό πο υπέροχο. Πήγαινε και τον ψώνιζε συχνά πυκνά για να ’ναι διαρκώς φρέσκος, στα Χαυτεία. Το άρωμά του πάντα μου θυμίζει εκείνες τις πρώτες ευτυχισμένες κι ανυποψίαστες μέρες, που πίστευα πως θα ’πιανα την καλή. Ο τόπος αυτός για το επάγγελμά μου ήταν μια αγορά παρθένα κι ανεκμε τάλλευτη. Ίσαμε να στρώσει η κατάσταση θα ξόδευα από τα έτοιμα. Αυτό όμως, ποτέ δεν έγινε.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=