Ο κουτσός άγγελος

10 ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ την παλάμη στον ράφτη ‒ Έλα! Να τελειώνουμε... Είμαι σί­ γουρος πως τα έπιπλα τού καλάρεσαν του Μενάγια, αλλά ήθελε να τα βάλει στο χέρι τσάμπα. Ο άλλος ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Γύρισε σε μένα. «Αμαρτία απ’ τον Θεό, κύριε Άγγελε ‒ η προίκα της Σάρας μου...» Πνίγηκε, τράβηξε ένα λερωμένο μαντίλι απ’ την τσέπη, φύσηξε μέσα δυνατά. «Αμαρτία...» ‒ Δεν θα τα πετάξω, είπα εγώ, μη φοβάστε. Κι αν απο­ φασίσω να τα κρατήσω, γράψτε μου πού θα βρίσκεστε και σας στέλνω κάτι γι’ αυτά... Άστραψε ο άλλος, το στόμα του πλάτυνε σ’ ένα χαμόγελο, μ’ άρπαξε το χέρι με το δικό του, που κρατούσε ακόμα το μαντίλι. «Όνομα και πράμα είστε, κυρ Άγγελέ μου! Ναι, κρα­ τήστε τα ‒ δικά σας! Κι όποτε μπορείτε... Δεν ξέρω ο καημέ­ νος ακόμα πού θα μας βγάλει η μοίρα... Δέκα χιλιάρικα με έδινε γι’ αυτά ο κουνιάδος μου ο Αρίκος... Δέκα! Δώστε ό,τι θέλετε! Αμαρτία! Πέντε σας τ’ αφήνω, πέντε, για σας που είστε άγγελος, άνθρωπος καλός!.. Πολλά είναι;» ‒ Πολλά είναι. Άλλωστε δεν είναι καρυδιά, καπλαμάς είναι. Τρία μπορεί να βρω κάποια στιγμή, αλλά τώρα δεν τα έχω. Γράφτε μου όπως σας είπα. Με κοίταξε προσπαθώντας να διακρίνει αν είχα σκοπό να τον κοροϊδέψω. Αλλά τι να κάνει; Ο χρόνος τον κυνηγούσε. Αρχές Απριλίου του ’41. Οι Γερμανοί είχαν μπει κιόλας στη Σαλονίκη, τα μηνύματα άσχημα, μπουλούκια έφταναν οι Εβραίοι σαν πουλιά κυνηγημένα απ’ τον βοριά, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, όπως μπορούσε ο καθένας. Στον Πειραιά μα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=