Ο κουτσός άγγελος
9 1 Συστήνομαι Tο γραφείο μου είναι στην οδό Γαμβέτα. Το νοίκιασα φτηνά, καθώς ο προηγούμενος νοικάρης, ένας Εβραίος ρά φτης, το άφησε λάχα λάχα, μάζεψε όσα πρόλαβε από το βιος του και έφυγε με το πλοίο για το Μαρόκο. Τον γνώρισα τη μέρα που είχε έρθει να παραδώσει τα κλειδιά στον ιδιοκτήτη, τον κ. Μενάγια. Τελευταία στιγμή παζάρευε για να του ξε πέσει από τα νοίκια κάτι έπιπλα που άφηνε, καθώς δεν πρό λαβε να τα πουλήσει. Ένα κομό ταλαιπωρημένο, ένα γραφει άκι με συρτάρια, μια λάμπα με ποδάρι και αμπαζούρ από κιτρινισμένο πάπυρο. Ο Μενάγιας ούτε ν’ ακούσει· «Πάρ’ τα, βρε σερσέμη, πάρ’ τα και άδειασέ μου τη γωνιά! Ο κύριος Άγγελος (εγώ) δεν έχει μέρος ν’ ακουμπήσει τα πράγματά του, που αύριο μεταφέρει». Ο ράφτης ορκιζόταν πως μ’ ένα λουστράρισμα «θα δείχνανε». Προίκα της γυναικός του ήτα νε που δεν είχαν χώρο να τα βολέψουνε στο σπίτι, γι’ αυτό τα ’χε στο μαγαζί προσωρινά. Μην τα σκοτώσουν τέτοια κομ μάτια· «Γνήσια καρυδιά, κύριε Άγγελε, ασήκωτα!» ‒ Ασήκωτα, να δω ποιος θα τα σηκώσει να τα πετάξει από δω μέσα, αποκρίθηκε ψυχρά ο ιδιοκτήτης κι άπλωσε πάλι
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=