Ο κουτσός άγγελος
Ο ΚΟΥΤΣΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ 21 έρχονταν καραβιές ολόκληρες στην Αμερική να καζαντί σουνε. Γυρνούσα στον Πειραιά με το βαπόρι, στον τόπο της καταγωγής μου, που ήξερα τη γλώσσα αρκετά (ακόμα μι λούσαμε ελληνικά με τον Φρέντυ τα βράδια ‒ τα μιλούσε τέλεια, λες κι είχε έρθει χθες απ’ την Ελλάδα) αλλά που τον είχα δει μόνο σαν ήμουνα τεσσάρω χρονώ κι από τότε ποτέ ξανά. Το Μεξικό το ήξερα πιο καλά. Πήγα στο προξενείο των ΗΠΑ, με δέχτηκαν καλά, ειδοποιημένοι απ’ τον Λαμέ ρα και τις γνωριμίες του στα Κεντρικά· έδωσαν και μου μεταφράσανε τα χαρτιά μου κι έπειτα φρόντισαν να μιλή σουν στην Ασφάλεια. Οι Έλληνες αστυνομικοί δεν ήξεραν καλά καλά ούτε τι είναι ένας ιδιωτικός «ντετέκτιβ». Ένας δυο μεγαλόβαθμοι που βγήκανε στη σύνταξη είχαν ανοίξει γραφεία, αλλά ‒κάτι η αναδουλειά, κάτι τα γεράματα‒ σύ ντομα τα έκλεισαν. Το επάγγελμα δεν είχε προλάβει να ακουστεί στην πιάτσα. Κι εγώ φυτοζωούσα. Δούλεψα με κάτι Αμερικάνους της Πρεσβείας, με κάτι γριές Εγγλέζες που έμεναν εδώ. Από τους Έλληνες πελάτες, το πρώτο εκείνο διάστημα, κάποιος μ’ έβα λε να παρακολουθώ την κόρη του με τον φίλο της. Τις φω τογραφίες που του έδωσα τις τσέπωσε με ενθουσιασμένο χαμόγελο, λες και του είχα κάνει το πιο ακριβό δώρο. Με πλήρωσε και εξαφανίστηκε. Για καιρό κοιτούσα στις εφημε ρίδες, μήπως πάρει το μάτι μου κάτι, δράματα, μαλλιοτρα βήγματα, αλλά δεν βαριέσαι! Τσιμουδιά. Τους ξανάδα αντά μα, πατέρα και κόρη, καθισμένους στου Ζαχαράτου, στην Πλατεία Συντάγματος, και έμοιαζαν και οι δυο εξαιρετικά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=