Ο κουτσός άγγελος

20 ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ του. Πως με παρασημοφορούν στο Δημαρχείο και με προ­ σλαμβάνουν στο Σώμα ‒ με προοπτικές να φτάσω μέχρι Αρχηγός. Ο γερο-Φρέντυ, που είχε στο μεταξύ πάθει έμ­ φραγμα, με συνέφερε. «Καλά σου είπε ο Χέντρυ, τυχερός είσαι. Δίνε του, μη μένεις εδώ. Δεν έχεις μέλλον όσο ζει ο Γκάσμαν. Τελείωσες». Όταν βρήκα, καμιά βδομάδα πριν φύγω, τον Μπέπο στον δρόμο, με σταμάτησε να μου μιλήσει. Ήταν όλο χαμόγελα, ευχαριστημένος που μ’ έβλεπε ζωντανό. «Σιτσιλιάνοι» έκανε μ’ ένα μορφασμό ο Μπέπο, που ήταν απ’ τη Βενέτσια, βόρει­ ος. «Θέλουν να σε χτυπήσουν εκεί που τους χτύπησες». Σαν να ζητούσε συγγνώμη. «Το νεύρο στο πόδι γιατί μου το ’κο­ ψε;» τον ρώτησα εγώ. «Ο Τζος σ’ αγαπάει, βρε κόπανε» μου κάνει αυτός «έτσι σου αφήνει ένα πρόσωπο για την κοινω­ νία...» «Κουτσαίνοντάς με;» του λέω εγώ. «Ακριβώς» αποκρί­ νεται ο Ιταλός. «Όλος ο κόσμος πρέπει να ξέρει πως αυτός που σήκωσε τα μάτια στη μικρή του κόρη τιμωρήθηκε. Γι’ αυτό σε κούτσανε. Το άλλο... το άλλο το ξέρεις μόνο εσύ κι αυτός. Και η Λαουρέτα». Αυτή είναι η ιστορία με λίγα λόγια. Θα μπορούσα να γράψω ένα ξεχωριστό βιβλίο γι’ αυτήν, αλλά δεν μ’ απασχολεί πια. Άλλα μ’ απασχολούν και γι’ αυτά θέλω να πω. Άφησα πίσω μια ζωή, τον τόπο που μεγάλωσα, τη γυναίκα που αγάπησα, τον γερο-Φρέντυ, τους τάφους του πατέρα και της μάνας μου. Τώρα έκανα τον δρόμο ανάποδα απ’ ό,τι όλοι όσοι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=