Ο κουτσός άγγελος
18 ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ αργήσει, θα τα καταφέρει, έχει κάνει τον μισό δρόμο. Και τότε ποιος τη χάρη μας». Ούτε ο Δον Γκουσμάν έγινε ποτέ νόμιμος, ούτε εγώ είδα από δαύτον προκοπή. Και σαν άμυαλος που ήμουν, έμπλεξα, παρά τους εξορκισμούς του γερο-Φρέντυ, με τη μικρή κόρη του μαφιόζου, τη Λάουρα. Είχα το θράσος να κάνω ό,τι έκα να χωρίς να κρύβομαι. Ήμουν ήσυχος πως ο Σιτσιλιάνος μού έχει αδυναμία. Το αποτέλεσμα ήταν να εξαφανιστεί η Λαου ρίνα από τη μια στιγμή στην άλλη ‒ δεν τη βρήκα ούτε στο τηλέφωνο να της μιλήσω‒ να καταστρέψω τα γεράματα του Λαμέρα (οι μπράβοι του Ιταλού τον αποκαλούσαν υβριστικά Λα Μέρντα), και το γραφείο να κλείσει. Ένα βράδυ άκουσα τις καμπάνες της Πυροσβεστικής. Δεν έδωσα σημασία, ώσπου κάποιος με πήρε στο τηλέφωνο. «Καίγεται το γραφείο σου» μου λέει. Όπως ήμουν με τις πι τζάμες, πέρασα ένα παντελόνι κι ένα αδιάβροχο από πάνω και βγήκα στον δρόμο. Τρεις γωνίες πιο κάτω είδα την ανταύ γεια. Πέρασα από τον κλοιό των αστυνομικών, σκαρφάλωσα τη σκάλα. Ο προθάλαμος με τους φακέλους στάχτη. Βήμα πιο κει δεν μπορούσες να κάνεις ‒ το μέρος είχε λαμπαδιά σει. Οι καπνοί μ’ έπνιξαν, έπεσα ξερός. Όταν συνήλθα, ήμουν σ’ ένα φορείο με έναν άντρα νοσοκόμο σκυμμένο πάνω μου. «Τυχερός ήσουνα» μου λέει. Τυχερός πράγματι! Δυο μέρες αργότερα, καθώς γύριζα από του Λαμέρα, με στρίμωξαν σ’ ένα στενό οι άνθρωποι του Σιτσιλιάνου. Ο Μπέπο, ο αρχιμπράβος του, μου ’χε συμπά θεια. Αλλά τι να σου κάνει η συμπάθεια; Κανείς δεν κάνει
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=