Ο κούκος
Ο Κ Ο Υ Κ Ο Σ 19 «Της μίλησες;» Η Τίλντε άνοιξε διάπλατα τα πανέμορφα μπλε μάτια της και κράτησε μπροστά της ένα φόρεμα με έντονο ντεκολτέ. Ο Ρίκαρντ Μπάουερ είδε ότι η ετικέτα έγραφε D&G και μάντεψε ότι του κόστισε γύρω στις τριάντα με σαράντα χιλιάδες. Όχι ότι αυτό ανησυχούσε την Τίλντε. Ή, μάλλον, τίποτα δεν την ανησυχούσε μέχρι τώρα, που στην τράπεζά της δεν υπήρχε ξαφνικά ατελείωτο χρηματικό ποσό για να ξοδέψει στη Στοκ χόλμη, το Παρίσι, το Μιλάνο και το Ντουμπάι. «Θα το κάνω» είπε μην μπορώντας να κρύψει τον εκνευ ρισμό του. Η φωνή της είχε αρχίσει να τον ενοχλεί όλο και περισσότερο. Ήταν πάντα τόσο γκρινιάρικη; Και παιδιάστικη; «Θα της μιλήσω μετά το πάρτι. Την ξέρεις τη μαμά. Ανησυ χεί… Δεν θέλω να της χαλάσω τη βραδιά». «Ναι, αλλά, Ρίκαρντ, υπόσχεσαι να μιλήσεις στην Ελίζαμπεθ αύριο; Έτσι;» Η Τίλντε έσφιξε τα χείλη και προέταξε το στήθος της. Είχε μόλις βγει από το ντους και ήταν γυμνή, είχε μόνο μια λευκή πετσέτα τυλιγμένη στα μαλλιά της. Ο Ρίκαρντ γνώριζε ποια θα ήταν η αντίδρασή του. Τον γοήτευε. Ο εγκέφαλός του ενοχλού νταν από την ύπαρξή της, όμως το πέος του αντιδρούσε σαν κομάντο στη γύμνια της. «Το υπόσχομαι, αγάπη μου» είπε, ρίχνοντάς την στο κρεβά τι από το οποίο μόλις είχαν σηκωθεί. Εκείνη τσίριξε γελώντας. «Έλα σε εμένα, μωρό μου» είπε με παιδιάστικη φωνή. «Έλα, απλά έλα». Ο Ρίκαρντ έθαψε το πρόσωπό του ανάμεσα στα μεγάλα στήθη της αποκλείοντας τον υπόλοιπο κόσμο. ***
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=