Ο κούκος

C A M I L L A L A C K B E R G 18 Η Ερίκα έγνεψε στον Νταν, τον σύζυγο της αδελφής της, που εκείνη τη στιγμή έβγαινε από το πάρκινγκ του σουπερμάρκετ. Της ανταπέδωσε χαρούμενα τον χαιρετισμό, και της φάνηκε ότι μάλλον χαμογέλασε που την είδε με αθλητική περιβολή. «Τι να πω; Όλα καλά. Οι γονείς μου έρχονται σε μία ώρα περίπου, τίποτα περίεργο. Τους παραχώρησαν ένα σπίτι κοντά στο Μπάντις, οπότε είναι ευχαριστημένοι. Έχουμε και το πάρ­ τι. Ο Χένινγκ λέει κάτι, η Ελίζαμπεθ λέει κάτι άλλο. Βέβαια όλοι ξέρουμε ότι τελικά θα γίνει αυτό που λέει η Ελίζαμπεθ, αλλά πάντα εγώ είμαι αυτή που θα έχει την τιμή να το ανα­ κοινώσει». «Θα διασκεδάσουμε απόψε» είπε η Ερίκα. Η Λουίζ γύρισε και της χαμογέλασε. «Το λες απλώς από ευγένεια. H λέξη “διασκέδαση” δεν ταιριάζει σε χρυσή επέτειο γάμου. Όμως το φαγητό είναι εξαι­ ρετικό, έχω δοκιμάσει το μενού, και το κρασί θα ρέει άφθονο. Φρόντισα επίσης εσύ και ο Πάτρικ να έχετε καλές θέσεις. Ο Πάτρικ θα έχει την τεράστια χαρά να με έχει δίπλα του στο τραπέζι, και εσύ θα απολαύσεις τη συντροφιά του απείρως ευχάριστου συζύγου μου». «Υπέροχα» είπε η Ερίκα και άγγιξε το πλευρό της. Είχε αρχίσει να νιώθει μια σουβλιά. Είχαν σχεδόν κάνει τον κύκλο του βουνού και επέστρεφαν στον πολιτισμό. Στα δεξιά προσπέρασαν έναν απότομο λόφο, που τον έλεγαν Εφτά καμπούρες όταν η Ερίκα ήταν παιδί – εκεί το παιδικό έλκηθρο ανέπτυσσε επικίνδυνη ταχύτητα. Προσπά­ θησε να υπολογίσει την απόσταση που απέμενε και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν τεράστια. Μπροστά της, η μαύρη αλογοουρά της Λουίζ ανεβοκατέβαι­ νε ρυθμικά, χοροπηδώντας γοργά και αβίαστα. Η Ερίκα έσκυψε, πήρε μια πέτρα και την κράτησε σφιχτά στο χέρι της, ελπίζοντας ότι θα ανακούφιζε τον διαρκώς αυξανόμενο πόνο της σουβλιάς. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία: δεν της ταίριαζε η άθληση.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=