Ο κλέφτης των ποδηλάτων

18 | LUIGI BARTOLINI σφύριγμα, στριφογυρίζοντας το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυ­ λα. Αυτό όντως δεν είναι βαρύς μόχθος. Είναι ευτελής μόχθος. Αλλά δεν παύει να είναι μόχθος. Για μένα θα ήταν αφόρητα κουραστική η δουλειά του τσιλιά­ δορου. Προτιμώ να κάθομαι στο τραπεζάκι μου έξι συνεχό­ μενες ώρες, χωρίς να σηκώσω το μολύβι από το χαρτί, παρά να κάνω έστω και για ένα τέταρτο της ώρας τη βαρετή δουλειά του τσιλιαδόρου. Αυτοί όμως το κάνουν ευχαρίστως. Το παί­ ζουν αδιάφοροι και απασχολημένοι για να μην τραβάνε την προσοχή των περαστικών. Κι αυτό είναι το ωραίο, ή μάλλον το άσχημο, το πάρα πολύ άσχημο. Γιατί οι καθωσπρέπει άνθρωποι, οι πολίτες που είτε μένουν είτε διατηρούν μαγαζί σ’ εκείνους τους δρόμους, είτε είναι περαστικοί που περνούν και ξαναπερνούν αποκεί πολλές φορές την ημέρα, στο τέλος χωρίς να το θέλουν φτάνουν στο σημείο να ανέχονται τους κλέφτες και να τους αφήνουν να κλέβουν, να ξαφρίζουν τον κοσμάκη. Μάλιστα! Πηγαίνετε να ρωτήσετε κάποιον ταβερ­ νιάρη, για παράδειγμα. Οι ταβερνιάρηδες γνωρίζουν τους κλέφτες έναν προς έναν. Τους γνωρίζουν, αλλά εν μέρει τους φοβούνται (κι αυτό είναι λογικό ή τέλος πάντων κατανοητό) κι εν μέρει τους διευκολύνουν (κι αυτό μοιάζει παράδοξο και ανεξήγητο). Κάτι επιπλέον παράδοξο είναι πως οι μπαρμπέ­ ρηδες, οι ταβερνιάρηδες, οι μαγαζάτορες (ορισμένοι, όχι όλοι) τρέφουν μια συμπάθεια, μια λατρεία, θα μπορούσα να πω, για τους κλέφτες∙ ταυτίζονται ίσως μαζί τους. Και δεν θέλω να υπερβάλω, θυμίζοντας ότι οι πρώτοι Ρωμαίοι δεν ήταν παρά συμπαθείς κλέφτες∙ κλέφτες των γυναικών των Σαβίνων, μα όπως και να ’χει κλέφτες. Ας τα αφήσουμε όμως

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=