33 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ αξιωματικούς, ψάχνουν τους πάντες στην αποβάθρα. Ο Καβγατζής, χωρίς ίχνος χαμόγελου, αναλογίστηκε τον υποπλοίαρχο. Αυτή η τερατώδης ιδέα τού ’ρθε τη στιγμή ακριβώς που σκεφτόταν κάτι το οποίο μόνον εκείνος θα ήταν ικανός να το εκφράσει έτσι: «Πάει καιρός που με λιμπίζεται. Όταν με βλέπει, του πετιούνται τα μάτια έξω. Με γουστάρει, κόβω το κεφάλι μου». Θα μπορούσε να επωφεληθεί απ’ το αδέξια συγκαλυμμένο πάθος που, για κείνον και μόνο, πρόδιδε τον υποπλοίαρχο. «Ένας μουνίκακας είναι. Μια αδερφάρα που μπορεί να με στείλει ντουγρού στην ψειρού». Και απ’ το μυαλό του Καβγατζή πέρασε φευγαλέα η θύμηση μιας πρόσφατης σκηνής, όπου μπροστά του ο υποπλοίαρχος Σεμπλόν είχε απαντήσει υπεροπτικά, σχεδόν με αυθάδεια, σ’ έναν πλοίαρχο. Ο Καβγατζής ήταν ευτυχής που ήξερε ότι ο Ρομπέρ ζούσε μια τρυφηλή ζωή σαν Ανατολίτης μπέης, ήρεμη και γαλήνια, καθώς ήταν ο αγαπητικός της πατρόνας ενός σπιτιού και φίλος του καλόβολου συζύγου. Έκλεισε τα μάτια. Ξαναγύρισε σ’ εκείνον το δικό του τόπο όπου θα έσμιγε με τον αδερφό του. Καθώς ταυτιζόταν πλήρως με τον Ρομπέρ, από τούτη τη σύγχυση αναδύθηκαν πρωτίστως λέξεις και μετά, χάρη σ’ έναν υπεραπλουστευμένο ίσως μηχανισμό, σκέψεις πιο λαγαρές, ολοένα πιο ζωντανές, οι οποίες, όσο αυτός απομακρυνόταν από κείνα τα βάθη, τον διαφοροποιούσαν απ’ τον αδερφό του, προκαλούσαν πράξεις αλ-
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=