Ο Καβγατζής της Βρέστης

32 JEAN GENET ξεχείλιζαν από ομορφιά, αρρενωπότητα και περηφάνια, ταίριαζαν υποχθόνια τα εξής: μια λιγδιασμένη, ξεδοντιασμένη χτένα χωμένη βαθιά στην τσέπη· οι γκέτες της στολής, από μακριά άψογες σαν τα λευκά ιστία, αλλά, όπως κι αυτά, γαριασμένες· καθημερινά παντελόνια που, αν και κακοραμμένα, κολάκευαν τους ναύτες· τατουάζ χτυπημένα από ατζαμήδες· ένα τσαλακωμένο βρόμικο μαντίλι· τρύπιες κάλτσες. Αυτό που για εμάς ήταν η πιο έντονη ανάμνηση της ματιάς του Καβγατζή δεν μπορούμε να το εκφράσουμε καλύτερα παρά με μια εικόνα που μας έρχεται αυθόρμητα στο νου: το λεπτό σύρμα, με τις αγκίδες του βαλμένες έτσι που εύκολα τις αποφεύγεις, όπου πάνω του πιάνεται το βαρύ χέρι ενός φυλακισμένου, ή ένα τραχύ κουρελόπανο. Σχεδόν άθελά του, σιγανά, λέει σ’ έναν φιλαράκο, που είχε κιόλας πλαγιάσει στην μπράντα του: «Πλάκα είχανε οι δυο πιτσιρικάδες». «Ποιοι πιτσιρικάδες;» «Ε;» Ο Καβγατζής σήκωσε το κεφάλι του. Ο άλλος έμοιαζε να μην καταλαβαίνει. Η συζήτηση σταμάτησε κει. Ο Καβγατζής έβγαλε και την άλλη κάλτσα και πλάγιασε. Όχι πως ήθελε να κοιμηθεί ή ν’ ασχοληθεί με τις ιστορίες του μπαρ. Ξαπλωμένος, μπορούσε επιτέλους να σκεφτεί ήσυχα τις δουλειές του, μα έπρεπε να το κάνει γρήγορα, μολονότι ψόφιος από κούραση. Ο πατρόνος του Λα Φέρια έπρεπε να πάρει τ’ όπιο, εφόσον βέβαια ο Καβγατζής τα έβγαζε απ’ το αβίζο. Οι τελωνειακοί ανοίγουν τις βαλίτσες των ναυτών, ακόμα και τις πιο μικρές. Εκτός απ’ τους

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=