31 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ γιακά του επενδύτη του. Αυτή η επαφή τον καθησύχαζε. Ήξερε να ντύνεται, να ντύνεται θαυμάσια. Αργότερα, καθώς έβγαζε τα παπούτσια του, η σκηνή στο μπαρ επανερχόταν στο μυαλό του Καβγατζή, ο οποίος δεν είχε την ικανότητα να της προσδώσει την αληθινή σημασία της. Με ζόρι μεγάλο εξέφραζε τις σκέψεις του με λέξεις. Ήξερε μόνο ότι κάποιες προκαλούσαν μέσα του μια αμυδρή ειρωνεία. Δεν ήξερε όμως να πει γιατί. Γνωρίζοντας την αυστηρότητα, τραχύτητα μάλλον, του προσώπου του και τη χλωμάδα του, αυτή η ειρωνεία τού προσέδιδε ό,τι κοινώς αποκαλείται σαρκαστικό ύφος. Για κάποια δευτερόλεπτα, είχε μείνει έκθαμβος μπρος στη σύμπνοια που εδραιωνόταν, διατηρούνταν, γινόταν σχεδόν απτή, στα μάτια των δυο αγοριών· ο ένας τραγουδούσε, όρθιος πάνω στο τραπέζι, με το πρόσωπο σκυμμένο προς τον άλλον, που ήτανε καθισμένος, αναβλέποντας τον φίλο του. Ο Καβγατζής έβγαλε τη μια κάλτσα του. Εκτός απ’ το υλικό όφελος που αποκόμιζε, οι φόνοι του τον εμπλούτιζαν κιόλας. Αποθέταν μέσα του ένα είδος βούρκου, ακαθαρσίας, με μια οσμή που έκανε πιο αβάσταχτη την απελπισία του. Από κάθε θύμα του κρατούσε κάτι λίγο λερωμένο: ένα πουκάμισο, ένα στηθόδεσμο, κορδόνια παπουτσιών, ένα μαντίλι, αντικείμενα επαρκή για να καταρρίψουν το άλλοθί του και, επομένως, ικανά να τον καταδικάσουν. Ετούτα τα κειμήλια ήταν οι αδιαμφισβήτητες αποδείξεις της υπεροχής του, της επιτυχίας του. Ήταν οι επαίσχυντες λεπτομέρειες που αποτελούν τη βάση κάθε διαυγούς και συνάμα αβέβαιης φαινομενικότητας. Στον κόσμο των ναυτών που
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=