30 JEAN GENET άφθαρτη– μεγαλοπρέπεια όπως η ουρά του βαρύτιμου φορέματος μιας αυτοκράτειρας παιδίσκης καθώς τη σέρνει πίσω της, ολοστόλιστη με δαντέλες και οικόσημα και μάχες και χίλια εγκλήματα. Γνώριζε τη φρίκη τού να είναι μόνος, συνεπαρμένος από μια αθάνατη μαγεία καταμεσής του ζωντανού κόσμου. Σ’ εκείνον και μόνο είχε παραχωρηθεί το φρικτό προνόμιο να διαβλέπει την τερατώδη συμμετοχή του στα βασίλεια των μεγάλων ποταμών με τα βορβορώδη νερά και της ζούγκλας. Φοβόταν μήπως κάποιο φέγγος, που θα ξεπηδούσε από τα τρίσβαθά του ή και από τη συνείδησή του, τον φωτίσει, μήπως μες στη φολιδωτή του πανοπλία αιχμαλωτιστεί η αντανάκλαση μιας μορφής και τον κάνει ορατό σε αυτούς που θα τον καταδίωκαν μέχρις εσχάτων. Τα τείχη της Βρέστης, δεντροφυτεμένα σε μεριές μεριές, σχηματίζουν αλέες που τις αποκαλούν, χλευαστικά ίσως, το Δάσος της Βουλόνης. Εκεί, τους καλοκαιρινούς μήνες, ανοίγουν λιγοστά καφέ-μπαρ, όπου πίνεις το ποτό σου σε ξύλινα τραπέζια σκεβρωμένα απ’ τη βροχή και το πούσι, κάτω απ’ τα δέντρα ή πίσω απ’ τις αιμασιές. Οι ναύτες μαζί με μια κοπέλα εξαφανίστηκαν στη σκιά των δέντρων· ο Καβγατζής άφησε τα φιλαράκια του να την «ταχτοποιήσουνε» πρώτα, ύστερα τη ζύγωσε ενόσω ήτανε ξαπλωμένη στο χορτάρι. Έκανε πως ξεκούμπωνε το παντελόνι του, ξάφνου όμως τα δάχτυλά του με τρόπο σαγηνευτικό δίστασαν στιγμιαία, και το ξανακούμπωσε. Ο Καβγατζής ήτανε ήρεμος. Σαν γύριζε ανεπαίσθητα το κεφάλι του δεξιά αριστερά, το μάγουλό του άγγιζε τον ανασηκωμένο σκληρό
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=