Ο Καβγατζής της Βρέστης

29 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ φαντάρους, ο Καβγατζής έλαμπε διά της απουσίας του. Αφού αμόλησε λίγο καπνό προς την κατεύθυνση του λογισμού του (σαν να ’θελε να τον κρύψει ή να δείξει απέναντί του μια υποψία αυθάδειας), τα χείλη του έμειναν λίγο ανασηκωμένα αποκαλύπτοντας τα δόντια, των οποίων γνώριζε τη χάρη, τη λευκότητα, έτσι όπως αμβλυνόταν απ’ το σκοτάδι και τη σκιά του πάνω χείλους. Καθώς κοίταζε επίμονα τον Ζιλ και τον Ροζέ, που τώρα έσμιγαν μέσα από ματιές και χαμόγελα, του ήταν αδύνατο να κλείσει τα μισάνοιχτα χείλη του, να κρύψει τα δόντια και την τόσο απαλή λάμψη τους, μια λάμψη που έφερνε στον άστατο λογισμό του την ίδια γαλήνη μ’ εκείνη που φέρνει το βαθυγάλαζο της θάλασσας στα μάτια μας. Πίσω από τα δόντια του, η γλώσσα αργοσάλεψε ακραγγίζοντας τον ουρανίσκο. Παλλόταν από ζωή. Κάποιος απ’ τους ναύτες άρχισε να κουμπώνει τον επενδύτη του, ν’ ανασηκώνει το γιακά του. Ο Καβγατζής δεν είχε εξοικειωθεί με την ιδέα, που ουδέποτε την εξέφρασε με λόγια, πως ήταν ένα τέρας. Αναλογιζόταν, κοίταζε το παρελθόν του μ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα, τρομαγμένο και τρυφερό συνάμα, στο βαθμό που αυτό το παρελθόν συγχεόταν μ’ εκείνον τον ίδιο. Ένα αγόρι, με την ψυχή να λαμποκοπάει στα μάτια του, μεταμορφωμένο σε αλιγάτορα, περιεργάζεται το γεμάτο ρωγμές σώμα του –αν υποθέσουμε πως δεν είχε πλήρη συνείδηση του ρύγχους και των τεράστιων σαγονιών του–, κοιτάζει την επιβλητική, γιγάντια ουρά του, που χτυπάει τα νερά ή την ακτή, ή αγγίζει άλλα τέρατα, και είναι προέκταση δική του, προικισμένη με την ίδια συγκινητική, αποκρουστική –και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=