28 JEAN GENET γέρνοντας στον τοίχο σε μια στάση ανεμελιάς, εξέπεμψε μια αίσθηση αλαζονικής ειρωνείας, ευθυμίας μάλλον. Το βλέμμα του, ξεστρατισμένο απ’ το ανασήκωμα του φρυδιού (που ταίριαζε με το λοξό του χαμόγελο), πήρε μια πονηρή έκφραση καθώς περιεργαζόταν τους δυο πιτσιρικάδες. Το χαμόγελο εξαφανίστηκε από τα χείλη του Ζιλ, λες κι ένα μικρό μπαλόνι σε κάθε μάγουλο ξεφούσκωσε τώρα, και την ίδια στιγμή έσβησε και στα χείλη του Ροζέ, αλλά, ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, ο Ζιλ, βρίσκοντας την ανάσα του και το τραγούδι του, όρθιος πάνω στο τραπέζι, χαμογέλασε πάλι και ξανάδωσε το χαμόγελο στον Ροζέ, που παρέμεινε ατόφιο στα χείλη του ως το τελευταίο κουπλέ. Τα δυο αγόρια δεν έπαψαν στιγμή να κοιτάζονται. Ο Ζιλ τραγουδούσε. Ο Καβγατζής ακουμπούσε μονόπαντα στον τοίχο του μπαρ. Σε αυτή τη στάση, ζύγιαζε τον εαυτό του κι ένιωθε την αντίθεση ανάμεσα στο δικό του ζωντανό όγκο, στ’ ανταριασμένα μούσκουλα της πλάτης του και στο σκοτεινό, άφθαρτο τοίχο πίσω του. Ετούτα τα δυο σκότη πάλευαν σιωπηρά. Ο Καβγατζής το ’ξερε ότι είχε ωραίες πλάτες. Θα δούμε πώς, λίγες μέρες αργότερα, θα τις αφιερώσει κρυφά στον υποπλοίαρχο Σεμπλόν. Σχεδόν ασάλευτος, έτριβε κυκλικά τις ωμοπλάτες του πάνω κάτω στην πέτρινη επιφάνεια του τοίχου… Ήταν ρωμαλέος. Με το ένα χέρι –αφήνοντας το άλλο στην τσέπη του– έφερε στα χείλη του την, αναμμένη ακόμη, γόπα. Χαμογέλασε ανεπαίσθητα. Ο Ρομπέρ και οι δυο άλλοι ναύτες άκουγαν μόνο το τραγούδι. Όμως ο Καβγατζής διατήρησε το χαμόγελό του. Σύμφωνα με μια έκφραση που είχε πέραση στους
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=