24 JEAN GENET τον κώλο σου, άντε ξεκούνα…», «σε τα μας, ρε, τα ζοριλίκια…», «… κοκκίνισε η μουσίτσα», «… κοίτα, ρε, του τη φορέσανε του μόρτη…», «… λοιπόν, κούκλα, καυλώνω…», «εσύ βούβα…» κ.ά., εκφράσεις που ποτέ δεν τις ξεστόμιζε με τρόπο καθαρό, μάλλον τις μουρμούριζε με φωνή υπόκωφη, σαν από μέσα του, δίχως να τις βλέπει. Ετούτες οι εκφράσεις δεν εκτοξεύονταν ποτέ, το λεξιλόγιό του δε φώτιζε τον Καβγατζή, ή, ας αποτολμήσουμε να το πούμε, δεν τον σκιαγραφούσε. Τουναντίον, έμοιαζαν να μπαίνουν στο στόμα του, να σωρεύονται μέσα του και ν’ αποθέτουν μια πηχτή λάσπη, απ’ όπου καμιά φορά ανέβαινε μια διάφανη φυσαλίδα που έσκαγε απαλά στα χείλη του. Και πάντα μια λέξη της αργκό ήταν που ανέβαινε. Όσο για την αστυνομία του λιμανιού και της πόλης, η Βρέστη βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία του αστυνομικού τμήματος, όπου, την εποχή του μυθιστορήματός μας, δουλεύουν μαζί οι υπαστυνόμοι Μαριό Ντογκά και Μαρσελέν, οι οποίοι συνδέονταν και με μια ιδιότυπη φιλία. Ο τελευταίος ήταν για τον Μαριό κάτι που έμοιαζε μάλλον με εξόγκωμα (ξέρουμε πως οι αστυνομικοί πάνε δυο δυο), βαρύ, οδυνηρό, και πότε πότε ευτυχώς ανακουφιστικό. Εντούτοις, έναν άλλο συνεργάτη, πιο ικανό και πιο αγαπητό του –για τον οποίο θα θυσιαζόταν πιο εύκολα αν χρειαζόταν να το κάνει–, είχε διαλέξει ο Μαριό, τον Ντεντέ. Όπως σε κάθε γαλλική πόλη, υπήρχε και στη Βρέστη ένα Monoprix· το συγκεκριμένο πολυκατάστημα είχαν επιλέξει για τις βόλτες τους ο Ντεντέ και πολλοί ναυτικοί, που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους πάγκους και ορέγο-
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=