19 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ Το άτεγκτο, κάποιες φορές σχεδόν καχύποπτο, βλέμμα, βλέμμα δικαστή, με το οποίο ο κίναιδος καρφώνει τ’ όμορφο αγόρι που συναντά, είναι στην πραγματικότητα ένας σύντομος αλλά βαθύς στοχασμός πάνω στη δική του μοναξιά. Μέσα σε μια στιγμή (όσο κρατάει αυτό το βλέμμα) περικλείεται μια συμπαγής, αέναη απελπισία, με συχνότητα πυκνή που επανέρχεται γοργά, υφασμένη σχολαστικά με το φόβο της απόρριψης. «Τι ωραία θα ήτανε…» συλλογιέται. Ή, κι αν δεν το συλλογιέται, το προδίδουν τα σμιγμένα του φρύδια, η καταδίκη της σκοτεινής ματιάς του. Κι αν κάποιο σημείο του κορμιού του είναι γυμνό, τότε Εκείνος (ο Καβγατζής, του οποίου τ’ όνομα ουδέποτε θα γράψει ο Αξιωματικός, όχι μόνο από φρονιμάδα απέναντι στους συναδέλφους και τους ανωτέρους του, εφόσον, στα δικά τους μάτια, το περιεχόμενο του προσωπικού του ημερολογίου θα έφτανε για να τον καταδικάσουν) το κοιτάζει εξονυχιστικά. Ψάχνει μαύρα στίγματα, σπασμένα νύχια, ροδόχρωμα εξανθήματα. Ενοχλημένος αν δεν τα βρει, τα επινοεί. Αφότου δεν έχει τίποτε καλύτερο να κάνει, επιδίδεται σε αυτό το παιχνίδι. Απόψε παρατηρεί προσεχτικά τα πόδια του, όπου οι δασιές μαύρες τρίχες είναι μεταξένιες παρ’ όλη την τραχύτητά τους και, απ’ το πέλμα ως το βουβώνα, δημιουργούν γύρω τους κάτι σαν πούσι, απαλύνοντας έτσι ό,τι αδρό, απότομο, κάπως πετρώδες έχουν τα μούσκουλά του. Με εκπλήσσει που ένα τέτοιο σημάδι ανδρισμού τυλίγει το πόδι με μια τόσο επιβλητική, τόσο μεγάλη απαλότητα. Με το τσιγάρο του αναμμένο, Εκείνος διασκεδάζει καψαλίζοντας τις τρίχες, ύστερα σκύβει πάνω τους για να ρουφήξει τη μυρωδιά του καμένου. Δε χαμογελάει περισσότερο απ’ όσο συνήθως. Το κορμί του χαλαρωμένο είναι το μεγάλο του πάθος – πάθος κατηφές, όχι ενθουσιώδες. Γερμένος
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=