18 JEAN GENET χη, πουθενά. Στη Ρεκουβράνς, το μάτι μου πιάνει, ακουμπισμένο στο μηρό ενός ναύτη –κι όμως, αυτό το συνηθισμένο στα βαπόρια θέαμα εγώ δεν το χορταίνω– ένα ακορντεόν που διπλώνει και ξεδιπλώνει. Τ’ όνομα της πόλης, Βρέστη, Brest στα γαλλικά, σίγουρα θα προέρχεται από το παλαιικό ρήμα brester, που σημαίνει φιλονικώ, ερίζω. Όταν μαθαίνω –ακόμα κι από την εφημερίδα– ότι ένα σκάνδαλο έχει ξεσπάσει, ή απλώς φοβάμαι πως θα ξεσπάσει, ετοιμάζομαι να το βάλω στα πόδια· πιστεύω πάντα πως εμένα θα υποπτευθούν ως δράστη. Από τα τόσα σκανδαλώδη συμβάντα που έχει πλάσει η φαντασία μου, νιώθω ότι σίγουρα είμαι μια φύση δαιμονική. Όσο για τα μορτάκια που κρατώ στην αγκαλιά μου, η τρυφεράδα και τα παθιασμένα φιλιά μου στα κεφάλια που χαϊδεύω, που σκεπάζω απαλά με τα σεντόνια μου, δεν είναι άλλο από ευγνωμοσύνη ανάκατη με θάμπος. Μετά την τόση δυστυχία από τη μοναξιά, μες στην οποία με κρατάει η ιδιαιτερότητά μου, πώς γίνεται, στ’ αλήθεια, να κρατώ γυμνά, σφιγμένα πάνω μου, ετούτα τ’ αγόρια που η αδιαντροπιά τους, η σκληράδα τους τα τοποθετούν τόσο ψηλά στην εκτίμησή μου, που λαχταρώ να ριχτώ στα πόδια τους και να τα προσκυνήσω; Δεν τολμώ να το πιστέψω, δάκρυα μου ’ρχονται στα μάτια, δάκρυα ευχαριστήρια προς τον Θεό που μου χαρίζει μια τέτοια ευτυχία. Τα δάκρυα με μαλακώνουν. Λιώνω. Με τα ρυάκια τους να κυλούν στα μάγουλά μου, κυλάω κι εγώ, ξεχειλίζω από τρυφεράδα για το λείο μάγουλο αυτών των νεαρών νταήδων.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=