Ο Καβγατζής της Βρέστης

17 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ επιστρέφουν. Μια σκοτεινή φιλία –σκοτεινή γι’ αυτούς– τους ενώνει, όπως κι ένα αδιόρατο μίσος. Λιγοστοί είναι οι παντρεμένοι, και οι γυναίκες τους είναι μακριά. Γύρω στις έξι το απόγεμα οι οικοδόμοι περνούν την καγκελόπορτα του ναύσταθμου και την είσοδο των ντόκων. Ανηφορίζουν προς το σταθμό, όπου βρίσκονται οι καντίνες, ή κατηφορίζουν προς τη Ρεκουβράνς, όπου έχουν νοικιάσει μια επιπλωμένη κάμαρα με το μήνα, σε κάποιο χαμόσπιτο. Οι περισσότεροι είναι Ιταλοί, Σπανιόλοι, υπάρχουν και μερικοί αραπάδες και Γάλλοι. Μια τέτοια ακολασία όλο κάματο, μούσκουλα, απόσταμα αντρίκειο, λαχταρούσε να ζήσει ο υποπλοίαρχος Σεμπλόν, που υπηρετούσε στον «Εκδικητή». Οι στεγάδες δουλεύουν πάνω ψηλά στα κτίρια του Ναυαρχείου. Μπρούμυτα, ξαπλωμένοι θαρρείς στο κύμα, μες στη μοναξιά ενός γκρίζου ουρανού, μακριά απ’ τους ανθρώπους που περπατάνε στη γη. Δεν τους ακούς. Είναι χαμένοι στη θάλασσα. Ο καθένας τους σε μια πλευρά της στέγης, αντικριστά, έρπουν, αναμετριούνται με το στέρνο ανασηκωμένο, δίνει ο ένας στον άλλον ταμπάκο. Άλλοτε, ένα κανόνι ήταν διαρκώς στραμμένο προς το κάτεργο. Σήμερα, αυτό το ίδιο κανόνι (ο πυροσωλήνας του μόνο) υψώνεται ορθό καταμεσής του προαύλιου, εκεί όπου έστεκαν παραταγμένοι οι κατάδικοι. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι εκείνα τα χρόνια, για να τιμωρήσουν τους εγκληματίες, τους έκαναν ναυτικούς. Πέρασα μπροστά απ’ το Λα Φέρια. Δεν είδα τίποτε. Καμιά τύ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=