Ο Καβγατζής της Βρέστης

16 JEAN GENET πατρόνου του Λα Φέρια. Έβαλα τα δυνατά μου, και τώρα τα τσεπώνω χοντρά. Ο πατρόνος σκασίλα του, αφού με την κυρά του είναι πια μονάχα συνεταίροι. Εγώ καλά είμαι. Ελπίζω να ’σαι κι εσύ, κι άμα έρθεις με άδεια, κ.λπ. Υπογραφή: Ρομπέρ». Πότε πότε, βρέχει εδώ το Σεπτέμβρη. Και τότε, η βροχή κολλάει στα μούσκουλα όλων εκείνων που μοχθούν στο λιμάνι και στο αρσενάλι, ντυμένοι με ρούχα ελαφριά, πουκάμισο και ντρίλινο παντελόνι. Υπάρχουν όμως και βραδιές που ο καιρός είναι καλός και από τα εργοτάξια κατεβαίνουν παρέες παρέες οικοδόμοι, μαραγκοί, μηχανικοί. Είναι ψόφιοι απ’ την κούραση. Προχωράνε σέρνοντας τα πόδια τους και, ακόμα κι αν αλαφραίνουν την άχαρη περπατησιά τους, τα παπούτσια τους τσαλαβουτάνε πιο άγαρμπα μες στους νερόλακκους, και οι πιτσιλιές εκτοξεύονται ψηλά στον αγέρα ολόγυρά τους. Αργά, βαριά, περνάνε πλάι απ’ τους πιο αέρινους, πιο γοργά περιφερόμενους ναυτικούς που γίνονται το στολίδι της πόλης, η οποία θα λαμποκοπά ίσαμε το ξημέρωμα με τα παραπατήματά τους, τα ασυγκράτητα γέλια τους, τα τραγούδια τους, το κέφι τους, τα προστυχόλογα που πετάνε στα κορίτσια, τα φιλιά, τις κολαρίνες, τις κόκκινες φούντες τους. Οι οικοδόμοι επιστρέφουν στα χαμόσπιτά τους. Ολημερίς δούλεψαν στ’ αλήθεια σκληρά (ο στρατιώτης, είτε ναύτης είτε φαντάρος, δεν έχει ποτέ το αίσθημα ότι δούλεψε σκληρά), μπερδεύοντας τις κινήσεις τους, μπλέκοντάς τες, αλληλοσυμπληρώνοντάς τες, για να κάνουν τη δουλειά που τους αναθέτουν, και η οποία είναι ο φανερός σφιχτός κόμπος που τους δένει, και τώρα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=