12 JEAN GENET κατοπτρισμού, να εκσφενδονίζει τ’ όπλο του τη στιγμή ακριβώς που το ένα του πόδι βρίσκεται ακόμη σε κάποια ωκεάνια ακτή και το άλλο αιωρείται πάνω απ’ τα νερά που σε φέρνουν στην Ευρώπη· του χαρίζει εκ των προτέρων τη λησμονιά, εφόσον ο ναυτικός «επιστρέφει από μακριά»· τον αφήνει να θωρεί τους στεριανούς όπως τα φυτά. Νανουρίζει τον εγκληματία. Τον τυλίγει μέσα σε πτυχώσεις, στενές της φανέλας, φαρδιές του παντελονιού. Τον αποκοιμίζει. Αποκοιμίζει το, γητεμένο κιόλας, θύμα. Θα μιλήσουμε για το θανατερό παρουσιαστικό του ναύτη. Έχουμε παρευρεθεί σε πολλές σκηνές σαγήνης. Στο ιδιαίτερα μακροσκελές εδάφιο που αρχίζει: «Τυλίγει τον εγκληματία με νεφέλες…» αφεθήκαμε σε μια εύκολη προσωδία, εφόσον η καθεμιά από τις φράσεις είναι απλώς ένα επιχείρημα υπέρ της αυταρέσκειας του συγγραφέα. Θέλουμε λοιπόν να σκιαγραφήσουμε το δράμα που έμελλε να εκτυλιχθεί εδώ, υπό την παρόρμηση ενός ιδιάζοντος εσωτερικού σκιρτήματος. Θέλουμε επιπλέον να πούμε ότι απευθύνεται στους ρέποντες προς την ομοφυλοφιλία. Στην ιδέα της θάλασσας και του φόνου προστίθεται φυσικά και η ιδέα του έρωτα και της λαγνείας – και, σε μεγαλύτερο βαθμό, εκείνη του παρά φύσιν έρωτα. Πέραν πάσης αμφιβολίας, οι ναυτικοί που συνεπαίρνονται (διακατέχονται, είναι κατά τη γνώμη μας ακριβέστερο, θα το δούμε παρακάτω) απ’ τον πόθο και την ανάγκη του φόνου ανήκουν πρωτίστως στο εμπορικό ναυτικό, είναι ταξιδευτές αλαργινοί που τρέφονται με γαλέτες και μαστιγώματα, υπομένουν το κάτεργο για κάποιο παράπτωμα, ξεμπαρκάρουν σε κάποιο άγνωστο λιμάνι, ξανα-
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=