Ο Καβγατζής της Βρέστης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΡΊΤΑ ΚΟΛΑΐΤΗ ΤΗΣ ΒΡΈΣΤΗΣ Jean Genet

Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ

Πρώτη έκδοση Ιούνιος 2025 Τίτλος πρωτοτύπου Jean Genet, Querelle de Brest, 1947 Επιμέλεια – Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Σοφία Κροκίδη Σχεδιασμός εξωφύλλου Σαβίνα Χριστοπούλου Σελιδοποίηση Γιώτα Μπόμπου © 1953, Éditions Gallimard © 2021, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-618-03-4150-8 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 84150 Κ.Ε.Π. 5351, Κ.Π. 20718 Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου. Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500 metaixmio.gr • [email protected] Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 Ξένη λογοτεχνία

JEAN GENET Ο Καβγατζής της Βρέστης ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΡΙΤΑ ΚΟΛΑΪΤΗ

Στον Ζακ Ζ.

«Στα δύο χρόνια που πέρασε υπηρετώντας στο Ναυτικό, η ανυπότακτη, διεστραμμένη φύση του του κόστισε εβδομήντα έξι ποινές. Έκανε τατουάζ στους νεοσύλλεκτους, έκλεβε τους άλλους ναύτες, επιδιδόταν σε πράξεις αλλόκοτες με ζώα». Εξιστόρηση της δίκης του Λουί Μενεσκλού, ετών είκοσι. Εκτελέστηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1880. «Έχω παρακολουθήσει» φέρεται να είπε «αρκετά δικαστικά δράματα, όμως αυτό του Μενεσκλού μόλυνε την ψυχή μου. Είμαι λιγότερο ένοχος από κείνον, εφόσον εγώ ούτε βίασα ούτε διαμέλισα το θύμα μου. Και το πορτρέτο μου είναι σίγουρα ανώτερο απ’ το δικό του γιατί αυτός δε φορούσε τη γραβάτα του, ενώ εμένα μου επιτρέψατε χαριστικά να κρατήσω τη δική μου». Δήλωση στον ανακριτή του δολοφόνου Φελίξ Λαμέτρ, ετών δεκατεσσάρων. (15 Ιουλίου 1881) «Όπως εκείνος ο στρατιώτης που εκλιπαρούσε τον εχθρό ο οποίος ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει, καθώς είχε πέσει με το πρόσωπο καταγής, να τον χτυπήσει με το ξίφος στο στέρνο, “για να μη με δει” είπε “ο ερωμένος μου πληγωμένο στα νώτα και ντροπιαστεί”». Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Πελοπίδας – Μαρκέλος

11 Ηιδέα του φόνου φέρνει συχνά στο νου την ιδέα της θάλασσας, των ναυτικών. Και τότε, θάλασσα και ναυτικοί δεν αναδύονται με την ακρίβεια μιας εικόνας, μάλλον ο φόνος είναι που κάνει τη συγκίνηση να ξεχύνεται κατά κύματα μέσα μας. Κι αν τα λιμάνια είναι το θέατρο επαναλαμβανόμενων εγκλημάτων, η εξήγηση είναι απλή, δε θα την επιχειρήσουμε καν· όμως, είναι πολλά τα χρονικά από τα οποία μαθαίνουμε ότι ο δολοφόνος ήτανε κάποιος θαλασσινός, αληθινός ή της φαντασίας, κι αν είναι της φαντασίας τότε το έγκλημα έχει πιο στενούς δεσμούς με τη θάλασσα. Ο άντρας που φορά τη στολή του ναύτη δεν υπακούει μονάχα στη φρόνηση. Η μεταμφίεσή του έχει να κάνει με το τελετουργικό που διέπει πάντα την τέλεση προμελετημένων εγκλημάτων. Πρωτίστως, ας πούμε το εξής: η στολή τυλίγει τον εγκληματία με νεφέλες· τον κάνει να ξεχωρίζει από τη γραμμή του ορίζοντα εκεί όπου η θάλασσα αγγίζει τον ουρανό· τον κάνει να προχωρά πάνω στο νερό, με μεγάλους λικνιστούς και ρωμαλέους διασκελισμούς, να προσωποποιεί τη Μεγάλη Άρκτο, τον Πολικό Αστέρα ή το Σταυρό του Νότου· τον κάνει (μιλάμε πάντα για τη συγκεκριμένη μεταμφίεση και για τον εγκληματία) να επανεμφανίζεται από ηπείρους σκοτεινές όπου ο ήλιος ανατέλλει και δύει, όπου το φεγγάρι επιτρέπει το φόνο σε καλαμοκαλύβες, κοντά σε αρυτίδωτα, γεμάτα αλιγάτορες, ποτάμια· του επιτρέπει να δρα υπό την επήρεια ενός αντι-

12 JEAN GENET κατοπτρισμού, να εκσφενδονίζει τ’ όπλο του τη στιγμή ακριβώς που το ένα του πόδι βρίσκεται ακόμη σε κάποια ωκεάνια ακτή και το άλλο αιωρείται πάνω απ’ τα νερά που σε φέρνουν στην Ευρώπη· του χαρίζει εκ των προτέρων τη λησμονιά, εφόσον ο ναυτικός «επιστρέφει από μακριά»· τον αφήνει να θωρεί τους στεριανούς όπως τα φυτά. Νανουρίζει τον εγκληματία. Τον τυλίγει μέσα σε πτυχώσεις, στενές της φανέλας, φαρδιές του παντελονιού. Τον αποκοιμίζει. Αποκοιμίζει το, γητεμένο κιόλας, θύμα. Θα μιλήσουμε για το θανατερό παρουσιαστικό του ναύτη. Έχουμε παρευρεθεί σε πολλές σκηνές σαγήνης. Στο ιδιαίτερα μακροσκελές εδάφιο που αρχίζει: «Τυλίγει τον εγκληματία με νεφέλες…» αφεθήκαμε σε μια εύκολη προσωδία, εφόσον η καθεμιά από τις φράσεις είναι απλώς ένα επιχείρημα υπέρ της αυταρέσκειας του συγγραφέα. Θέλουμε λοιπόν να σκιαγραφήσουμε το δράμα που έμελλε να εκτυλιχθεί εδώ, υπό την παρόρμηση ενός ιδιάζοντος εσωτερικού σκιρτήματος. Θέλουμε επιπλέον να πούμε ότι απευθύνεται στους ρέποντες προς την ομοφυλοφιλία. Στην ιδέα της θάλασσας και του φόνου προστίθεται φυσικά και η ιδέα του έρωτα και της λαγνείας – και, σε μεγαλύτερο βαθμό, εκείνη του παρά φύσιν έρωτα. Πέραν πάσης αμφιβολίας, οι ναυτικοί που συνεπαίρνονται (διακατέχονται, είναι κατά τη γνώμη μας ακριβέστερο, θα το δούμε παρακάτω) απ’ τον πόθο και την ανάγκη του φόνου ανήκουν πρωτίστως στο εμπορικό ναυτικό, είναι ταξιδευτές αλαργινοί που τρέφονται με γαλέτες και μαστιγώματα, υπομένουν το κάτεργο για κάποιο παράπτωμα, ξεμπαρκάρουν σε κάποιο άγνωστο λιμάνι, ξανα-

13 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ μπαρκάρουν σ’ ένα φορτηγό με εμπόρευμα αμφίβολης νομιμότητας, κι όμως είναι δύσκολο, σε μια πόλη πνιγμένη στην καταχνιά και στο γρανίτη, να γλιτώσεις από κείνους τους λεβεντόκορμους του Πολεμικού Στόλου, τους καλοσμιλεμένους, τους πλασμένους με γυμνάσια που εμείς τα θέλουμε επικίνδυνα, από κείνους τους ώμους, τις κατατομές, τα μπουκλωτά μαλλιά, τα εριστικά, ανταριασμένα καπούλια, από κείνα τα λυγερά, ρωμαλέα παλικάρια, δίχως να τα φανταστείς ικανά για ένα φονικό που δικαιολογείται από την παρέμβασή τους, εφόσον είναι άξια να εκτελέσουν με αβρότητα όλες τις κινήσεις. Είτε κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό είτε αναδύονται από έναν τόπο όπου συναναστρέφονταν σειρήνες και άλλα πιο μυθικά τέρατα, ετούτοι οι ναυτικοί, σαν πατήσουν το πόδι τους στη στεριά, μένουν σε πέτρινα κτίσματα, αρσενάλια, μέγαρα, που η επιβλητικότητά τους έρχεται σε αντίθεση με τη νευρικότητα, τη σχεδόν θηλυκή αψιθυμία του νερού (μήπως ο ναύτης δε λέει σε κάποιο από τα τραγούδια του, «αχ, θάλασσα, θάλασσα παρηγορήτρα μας»;), ζουν σε μόλους όλο καδένες, δέστρες, μπίντες, όπου, κι απ’ την πιο αλαργινή θάλασσα, ξέρουν πως εκεί θα ρίξουν άγκυρα. Το παράστημά τους επιβάλλει να έχουν παλιές αποθήκες, φρούρια, κάτεργα παρατημένα, κτίσματα μοναδικής αρχιτεκτονικής. Η Βρέστη είναι μια πόλη σκληρή, ανθεκτική, χτισμένη με γκρίζο γρανίτη της Βρετάνης. Η σκληράδα της στεριώνει το λιμάνι, προσφέρει στους ναύτες το αίσθημα της ασφάλειας, το σημείο στήριξης απ’ όπου εξορμούν, τους ξεκουράζει απ’ το αέναο κύμα της θάλασσας. Κι αν η Βρέστη μοιάζει ανά-

14 JEAN GENET λαφρη, είναι χάρη στον ήλιο που αχνοχρυσίζει προσόψεις τόσο αριστοκρατικές όσο οι βενετσιάνικες, είναι επίσης χάρη στην παρουσία νωχελικών ναυτικών στα σοκάκια της, χάρη, τέλος, στην καταχνιά και στη βροχή. Η δράση της ιστορίας που αρχίζουμε ν’ αφηγούμαστε εκτυλίσσεται εδώ· ένα αβίζο, «Ο Εκδικητής», είναι στη ράδα, πάνε τρεις μέρες τώρα. Κι άλλα πολεμικά πλοία βρίσκονται ολόγυρά του, «Ο Πάνθηρας», «Ο Νικητής», «Ο Αιμοβόρος», περιστοιχισμένα με τη σειρά τους από το «Ρισελιέ», το «Μπεάρν», το «Δουνκέρκη», κι άλλα. Ονόματα που έχουν τα αντίστοιχά τους στο παρελθόν. Στους τοίχους ενός πλαϊνού παρεκκλησιού της εκκλησίας του Σεντ-Ιβ, στη Λα Ροσέλ, κρέμονται ζωγραφισμένες εικονίτσες-τάματα, που αναπαριστούν βαπόρια που χάθηκαν ή σώθηκαν, «Η Μαριόλα», «Το Ζαφείρι», «Ο Κυκλώνας», «Η Νεράιδα», «Η Αγαπούλα». Ετούτα τα βαπόρια ουδόλως επηρέασαν τη φαντασία του Καβγατζή, ο οποίος τα έβλεπε πότε πότε στα μικράτα του, οφείλουμε όμως να επισημάνουμε την ύπαρξή τους. Όσο για τα πληρώματα, η Βρέστη είναι η πόλη του Λα Φέρια. Σαν βρίσκονταν μακριά απ’ τη Γαλλία, οι ναυτικοί σχολίαζαν μεταξύ τους αυτό το μπορντέλο με χωρατά, ξέφρενα γέλια, όπως κάνουν για τις πάπιες της Σολόν* ή για τους Νάι του Ανάμ,** και μιλούσαν για τον πατρόνο και την πατρόνα με εκφράσεις όπως: «Θα σε μαδήσω, ρε, στα ζάρια. Όπως στου Νόνο!» * Η κινεζική συνοικία της Σαϊγκόν με τα παραδοσιακά μικρά εστιατόρια όπου κρέμονται στη σειρά τραγανές πάπιες Πεκίνου. (Σ.τ.Μ.) ** Αναφορά στις ομοφυλοφιλικές συνήθειες των Αναμιτών. (Σ.τ.Μ.)

15 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ «Αυτός, για να καλαφατίσει μια γκομενίτσα, θα ’παιζε ακόμα και με τον Νόνο». «Κι ο κολομπαράς από δω θα πήγαινε στο Λα Φέρια ίσα για να τονε μαδήσουνε». Τα ονόματα «Λα Φέρια» και «Νόνο», μολονότι εκείνο της πατρόνας είναι άγνωστο, θα έχουν κάνει σίγουρα το γύρο του κόσμου, ψιθυρισμένα από χείλη θαλασσινών, ξεστομισμένα με μια σαρκαστική αποστροφή. Στο βαπόρι, κανείς ποτέ δεν ξέρει τι ακριβώς είναι το Λα Φέρια, δε γνωρίζει με λεπτομέρεια τους κανόνες του παιχνιδιού που το κάνει ονομαστό, μα κανείς, μήτε οι νιόφερτοι, δεν τολμάει να ζητήσει περαιτέρω εξηγήσεις· κάθε ναυτικός αφήνει να εννοηθεί πως είναι μπασμένος στα κόλπα. Έτσι, λοιπόν, το χαμαιτυπείο της Βρέστης εμφανίζεται περιβεβλημένο από μια μυθική αύρα, και οι ναυτικοί, σαν ζυγώνουν στο λιμάνι, ονειρεύονται μυστικά ετούτο το πορνείο, για το οποίο μόνο γελώντας μιλούν. Ο Ζορζ Κερέλ,* ο «Καβγατζής» δηλαδή, ο ήρωας του βιβλίου, μιλάει γι’ αυτό λιγότερο απ’ όλους. Ξέρει πως ο αδερφός του είναι ο αγαπητικός της πατρόνας. Στο Κάδιθ, έλαβε μάλιστα και το σχετικό γράμμα: «Αδέρφι μου αγαπημένο, σου γράφω δυο λόγια για να σου πω ότι γύρισα στη Βρέστη. Ήθελα να ξαναπιάσω δουλειά στους ντόκους, μα ήτανε κομπλέ. Γκίνια. Κι εγώ, το ξέρεις, με τη δουλειά δεν το ’χω, τη σιχαίνομαι όπως ο διάολος το λιβάνι. Για να ξελασπώσω, πήγα και βρήκα τον Μιλό κι αμέσως κατάλαβα πως με κιαλάριζε η κυρά του * Querelle σημαίνει «καβγάς» στα γαλλικά. (Σ.τ.Μ.)

16 JEAN GENET πατρόνου του Λα Φέρια. Έβαλα τα δυνατά μου, και τώρα τα τσεπώνω χοντρά. Ο πατρόνος σκασίλα του, αφού με την κυρά του είναι πια μονάχα συνεταίροι. Εγώ καλά είμαι. Ελπίζω να ’σαι κι εσύ, κι άμα έρθεις με άδεια, κ.λπ. Υπογραφή: Ρομπέρ». Πότε πότε, βρέχει εδώ το Σεπτέμβρη. Και τότε, η βροχή κολλάει στα μούσκουλα όλων εκείνων που μοχθούν στο λιμάνι και στο αρσενάλι, ντυμένοι με ρούχα ελαφριά, πουκάμισο και ντρίλινο παντελόνι. Υπάρχουν όμως και βραδιές που ο καιρός είναι καλός και από τα εργοτάξια κατεβαίνουν παρέες παρέες οικοδόμοι, μαραγκοί, μηχανικοί. Είναι ψόφιοι απ’ την κούραση. Προχωράνε σέρνοντας τα πόδια τους και, ακόμα κι αν αλαφραίνουν την άχαρη περπατησιά τους, τα παπούτσια τους τσαλαβουτάνε πιο άγαρμπα μες στους νερόλακκους, και οι πιτσιλιές εκτοξεύονται ψηλά στον αγέρα ολόγυρά τους. Αργά, βαριά, περνάνε πλάι απ’ τους πιο αέρινους, πιο γοργά περιφερόμενους ναυτικούς που γίνονται το στολίδι της πόλης, η οποία θα λαμποκοπά ίσαμε το ξημέρωμα με τα παραπατήματά τους, τα ασυγκράτητα γέλια τους, τα τραγούδια τους, το κέφι τους, τα προστυχόλογα που πετάνε στα κορίτσια, τα φιλιά, τις κολαρίνες, τις κόκκινες φούντες τους. Οι οικοδόμοι επιστρέφουν στα χαμόσπιτά τους. Ολημερίς δούλεψαν στ’ αλήθεια σκληρά (ο στρατιώτης, είτε ναύτης είτε φαντάρος, δεν έχει ποτέ το αίσθημα ότι δούλεψε σκληρά), μπερδεύοντας τις κινήσεις τους, μπλέκοντάς τες, αλληλοσυμπληρώνοντάς τες, για να κάνουν τη δουλειά που τους αναθέτουν, και η οποία είναι ο φανερός σφιχτός κόμπος που τους δένει, και τώρα

17 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ επιστρέφουν. Μια σκοτεινή φιλία –σκοτεινή γι’ αυτούς– τους ενώνει, όπως κι ένα αδιόρατο μίσος. Λιγοστοί είναι οι παντρεμένοι, και οι γυναίκες τους είναι μακριά. Γύρω στις έξι το απόγεμα οι οικοδόμοι περνούν την καγκελόπορτα του ναύσταθμου και την είσοδο των ντόκων. Ανηφορίζουν προς το σταθμό, όπου βρίσκονται οι καντίνες, ή κατηφορίζουν προς τη Ρεκουβράνς, όπου έχουν νοικιάσει μια επιπλωμένη κάμαρα με το μήνα, σε κάποιο χαμόσπιτο. Οι περισσότεροι είναι Ιταλοί, Σπανιόλοι, υπάρχουν και μερικοί αραπάδες και Γάλλοι. Μια τέτοια ακολασία όλο κάματο, μούσκουλα, απόσταμα αντρίκειο, λαχταρούσε να ζήσει ο υποπλοίαρχος Σεμπλόν, που υπηρετούσε στον «Εκδικητή». Οι στεγάδες δουλεύουν πάνω ψηλά στα κτίρια του Ναυαρχείου. Μπρούμυτα, ξαπλωμένοι θαρρείς στο κύμα, μες στη μοναξιά ενός γκρίζου ουρανού, μακριά απ’ τους ανθρώπους που περπατάνε στη γη. Δεν τους ακούς. Είναι χαμένοι στη θάλασσα. Ο καθένας τους σε μια πλευρά της στέγης, αντικριστά, έρπουν, αναμετριούνται με το στέρνο ανασηκωμένο, δίνει ο ένας στον άλλον ταμπάκο. Άλλοτε, ένα κανόνι ήταν διαρκώς στραμμένο προς το κάτεργο. Σήμερα, αυτό το ίδιο κανόνι (ο πυροσωλήνας του μόνο) υψώνεται ορθό καταμεσής του προαύλιου, εκεί όπου έστεκαν παραταγμένοι οι κατάδικοι. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι εκείνα τα χρόνια, για να τιμωρήσουν τους εγκληματίες, τους έκαναν ναυτικούς. Πέρασα μπροστά απ’ το Λα Φέρια. Δεν είδα τίποτε. Καμιά τύ-

18 JEAN GENET χη, πουθενά. Στη Ρεκουβράνς, το μάτι μου πιάνει, ακουμπισμένο στο μηρό ενός ναύτη –κι όμως, αυτό το συνηθισμένο στα βαπόρια θέαμα εγώ δεν το χορταίνω– ένα ακορντεόν που διπλώνει και ξεδιπλώνει. Τ’ όνομα της πόλης, Βρέστη, Brest στα γαλλικά, σίγουρα θα προέρχεται από το παλαιικό ρήμα brester, που σημαίνει φιλονικώ, ερίζω. Όταν μαθαίνω –ακόμα κι από την εφημερίδα– ότι ένα σκάνδαλο έχει ξεσπάσει, ή απλώς φοβάμαι πως θα ξεσπάσει, ετοιμάζομαι να το βάλω στα πόδια· πιστεύω πάντα πως εμένα θα υποπτευθούν ως δράστη. Από τα τόσα σκανδαλώδη συμβάντα που έχει πλάσει η φαντασία μου, νιώθω ότι σίγουρα είμαι μια φύση δαιμονική. Όσο για τα μορτάκια που κρατώ στην αγκαλιά μου, η τρυφεράδα και τα παθιασμένα φιλιά μου στα κεφάλια που χαϊδεύω, που σκεπάζω απαλά με τα σεντόνια μου, δεν είναι άλλο από ευγνωμοσύνη ανάκατη με θάμπος. Μετά την τόση δυστυχία από τη μοναξιά, μες στην οποία με κρατάει η ιδιαιτερότητά μου, πώς γίνεται, στ’ αλήθεια, να κρατώ γυμνά, σφιγμένα πάνω μου, ετούτα τ’ αγόρια που η αδιαντροπιά τους, η σκληράδα τους τα τοποθετούν τόσο ψηλά στην εκτίμησή μου, που λαχταρώ να ριχτώ στα πόδια τους και να τα προσκυνήσω; Δεν τολμώ να το πιστέψω, δάκρυα μου ’ρχονται στα μάτια, δάκρυα ευχαριστήρια προς τον Θεό που μου χαρίζει μια τέτοια ευτυχία. Τα δάκρυα με μαλακώνουν. Λιώνω. Με τα ρυάκια τους να κυλούν στα μάγουλά μου, κυλάω κι εγώ, ξεχειλίζω από τρυφεράδα για το λείο μάγουλο αυτών των νεαρών νταήδων.

19 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ Το άτεγκτο, κάποιες φορές σχεδόν καχύποπτο, βλέμμα, βλέμμα δικαστή, με το οποίο ο κίναιδος καρφώνει τ’ όμορφο αγόρι που συναντά, είναι στην πραγματικότητα ένας σύντομος αλλά βαθύς στοχασμός πάνω στη δική του μοναξιά. Μέσα σε μια στιγμή (όσο κρατάει αυτό το βλέμμα) περικλείεται μια συμπαγής, αέναη απελπισία, με συχνότητα πυκνή που επανέρχεται γοργά, υφασμένη σχολαστικά με το φόβο της απόρριψης. «Τι ωραία θα ήτανε…» συλλογιέται. Ή, κι αν δεν το συλλογιέται, το προδίδουν τα σμιγμένα του φρύδια, η καταδίκη της σκοτεινής ματιάς του. Κι αν κάποιο σημείο του κορμιού του είναι γυμνό, τότε Εκείνος (ο Καβγατζής, του οποίου τ’ όνομα ουδέποτε θα γράψει ο Αξιωματικός, όχι μόνο από φρονιμάδα απέναντι στους συναδέλφους και τους ανωτέρους του, εφόσον, στα δικά τους μάτια, το περιεχόμενο του προσωπικού του ημερολογίου θα έφτανε για να τον καταδικάσουν) το κοιτάζει εξονυχιστικά. Ψάχνει μαύρα στίγματα, σπασμένα νύχια, ροδόχρωμα εξανθήματα. Ενοχλημένος αν δεν τα βρει, τα επινοεί. Αφότου δεν έχει τίποτε καλύτερο να κάνει, επιδίδεται σε αυτό το παιχνίδι. Απόψε παρατηρεί προσεχτικά τα πόδια του, όπου οι δασιές μαύρες τρίχες είναι μεταξένιες παρ’ όλη την τραχύτητά τους και, απ’ το πέλμα ως το βουβώνα, δημιουργούν γύρω τους κάτι σαν πούσι, απαλύνοντας έτσι ό,τι αδρό, απότομο, κάπως πετρώδες έχουν τα μούσκουλά του. Με εκπλήσσει που ένα τέτοιο σημάδι ανδρισμού τυλίγει το πόδι με μια τόσο επιβλητική, τόσο μεγάλη απαλότητα. Με το τσιγάρο του αναμμένο, Εκείνος διασκεδάζει καψαλίζοντας τις τρίχες, ύστερα σκύβει πάνω τους για να ρουφήξει τη μυρωδιά του καμένου. Δε χαμογελάει περισσότερο απ’ όσο συνήθως. Το κορμί του χαλαρωμένο είναι το μεγάλο του πάθος – πάθος κατηφές, όχι ενθουσιώδες. Γερμένος

20 JEAN GENET πάνω από ετούτο το κορμί, μοιάζει να χάνεται μες στο θαυμασμό που του προκαλεί. Το κοιτάζει διεξοδικά σαν με μεγεθυντικό φακό. Παρατηρεί τις σχεδόν αδιόρατες ανομοιομορφίες όπως ένας σχολαστικός εντομολόγος τις συνήθειες των εντόμων. Αν όμως Εκείνος αργοσαλέψει, τι περίλαμπρη ανταμοιβή προσμένει ολάκερο το κορμί του μες στη δόξα της κίνησής του! Εκείνος (ο Καβγατζής) δεν είναι ποτέ αποξεχασμένος, τουναντίον, είναι πάντα συγκεντρωμένος σε ό,τι κάνει. Κάθε στιγμή. Αγνοεί τα όνειρα. Η παρουσία του είναι αιώνια. Δεν αποκρίνεται ποτέ «το μυαλό μου είν’ αλλού». Κι όμως, οι φαινομενικά παιδαριώδεις ανησυχίες του με αιφνιδιάζουν. Με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού μου, ράθυμα, θα του έλεγα: «Σπρώξε με λίγο για να πέσει η στάχτη του τσιγάρου μου». Και δυνατά, αντρίκεια, θα μου ’ριχνε μια γροθιά στον ώμο. Τινάζομαι. Θα μπορούσα να μείνω όρθιος, να πιαστώ από την κουπαστή, το μπότζι δεν ήταν και τόσο μεγάλο, μα επωφελήθηκα αμέσως, με χαρά, απ’ το κούνημα του βαποριού κι αφέθηκα να παρασυρθώ, να λικνιστώ, και κάθε φορά προς τη μεριά του. Ακράγγιξα μάλιστα τον αγκώνα του. Ένας άγριος μολοσσός, αφοσιωμένος στον κύριό του, έτοιμος να σου κατασπαράξει την καρωτίδα, έμοιαζε να τον ακολουθεί και, πότε πότε, να περπατάει ανάμεσα στα πόδια του, έτσι που τα πλευρά του ζώου γίνονταν ένα με τα μούσκουλα στα σκέλια του άντρα, έτοιμο να δαγκώσει, γρυλίζοντας ασταμάτητα και δείχνοντας τα σκυλόδοντά

21 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ του, και τόσο άγριο που, κάθε στιγμή, νόμιζες πως θα ξερίζωνε τ’ αχαμνά του Καβγατζή. Ύστερα απ’ αυτές τις λιγοστές σημειώσεις, σταχυολογημένες εδώ κι εκεί, μα όχι τυχαία, από ένα προσωπικό ημερολόγιο που μας υποδηλώνει το χαρακτήρα του, θα θέλαμε να αντιληφθείτε πως ο Καβγατζής ο ναύτης, δημιούργημα εκείνης της μοναξιάς που μέσα της αυτός ο ίδιος ο αξιωματικός παρέμενε έγκλειστος, ήταν ένα πλάσμα μοναχικό, συγκρίσιμο με τον άγγελο της Αποκάλυψης, του οποίου τα πόδια ακουμπούν στο νερό της θάλασσας. Απ’ το πολύ που συλλογιόταν τον Καβγατζή, που άφηνε τη φαντασία του ν’ ανασκαλεύει τα ωραιότερα στολίδια του, τα μούσκουλα, τα βαθουλώματα και τ’ ανάγλυφά του, τα δόντια του, το πέος που το μάντευε, ο ναύτης έγινε για τον υποπλοίαρχο Σεμπλόν ένας άγγελος (όπως θα δούμε πιο κάτω, θα γράψει «ο άγγελος της μοναξιάς»), δηλαδή ένα πλάσμα ολοένα λιγότερο ανθρώπινο, διάφανο σαν κρύσταλλο, που γύρω του ξεπηδούν οι νότες μιας μουσικής βασισμένης στον αντίποδα της αρμονίας, ή μάλλον μια μουσική που είναι ό,τι απομένει όταν η αρμονία έχει αποφθαρεί, θρυψαλιαστεί, εν μέσω της οποίας αυτός ο πελώριος άγγελος αργοσαλεύει, δίχως μάρτυρες, με τα πόδια πάνω στο νερό, αλλά το κεφάλι –ή αυτό που θα ’πρεπε να ’ναι το κεφάλι του– μες στη σύγχυση των αχτίδων ενός υπερφυσικού ήλιου. Για να κλέψει απ’ τον εχθρό πολύτιμα σχέδια που η γνώση τους θα μας σώσει, προετοιμάζεται ένας μυστικός πράκτορας, ο σκοπός που επιδιώκει αφορά επακριβώς το

22 JEAN GENET πεπρωμένο μας, κι εμείς προσηλωνόμαστε, κρεμόμαστε από την επιτυχία του, και ο συγκεκριμένος σκοπός αποδεικνύεται τόσο υψηλόφρονας, που στη σκέψη εκείνου ο οποίος θα τον πραγματώσει το στήθος φουσκώνει από συγκίνηση, τα μάτια μας αφήνουν δάκρυα να ξεχυθούν, ενώ αυτός ο ίδιος εξασκείται για την αποστολή του με μια ψυχρή μεθοδικότητα. Εξετάζοντας τις πλέον αποτελεσματικές τεχνικές, δοκιμάζει διάφορες, κοντολογίς εκτελεί ένα πείραμα. Έτσι, για την αίσια έκβαση μιας πράξης που οφείλουμε να κρατήσουμε κρυφή, και που θα το κάνουμε επειδή ακριβώς είναι ανομολόγητη, μια πράξη που πρέπει να τελεστεί μες στα σκοτάδια των οποίων θα είναι η δικαίωση, κομίζουμε ενίοτε μια παγερή οξυδέρκεια στην, ολοφάνερη μπρος στα μάτια μας, επιλογή των λεπτομερειών. Ο υποπλοίαρχος Σεμπλόν, προτού βγει στη στεριά για πρώτη φορά στη Βρέστη, διάλεξε στην τύχη ένα μολύβι απ’ το ράφι και το έξυσε επιμελώς. Το έβαλε στην τσέπη του. Κατόπιν, αναλογιζόμενος ότι ίσως οι τοίχοι από σχιστόλιθο να ήτανε σκουρόχρωμοι ή αλείαντοι, πήρε μαζί του και μερικές γομαρισμένες ετικέτες. Σαν βρέθηκε στη στεριά, παράτησε, μ’ ένα κοινότοπο πρόσχημα, τους συναδέλφους του απ’ το βαπόρι και, μπαίνοντας στο πρώτο ουρητήριο που βρήκε, ψηλά στην οδό ντε Σιάμ, αφού ξεκούμπωσε το παντελόνι του, κοιτάζοντας προσεχτικά ολόγυρά του, έγραψε το πρώτο του μήνυμα: «Νεαρός περαστικός απ’ τη Βρέστη γυρεύει ωραίο αγόρι με μεγάλο καυλί». Προσπάθησε, δίχως να το καταφέρει, ν’ αποκρυπτογραφήσει τα προστυχόλογα στους τοίχους. Εξοργίστηκε που ένας τόσο ευγενής χώρος

23 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ είχε μαγαριστεί με συνθήματα πολιτικού χαρακτήρα. Επέστρεψε τότε στα δικά του ορνιθοσκαλίσματα, τα διάβασε από μέσα του και, κυριευμένος από μια ταραχή τόσο μεγάλη θαρρείς και τα πρωτόβλεπε, τα εικονογράφησε μ’ ένα καυλί τεραστίων διαστάσεων, ορθωμένο, υπερβάλλοντας στην αφέλεια του σκίτσου. Ύστερα, βγήκε έξω με τόση φυσικότητα σαν να ’χε απλώς ξαλαφρώσει. Κάνει έτσι το γύρο της Βρέστης, μπαίνοντας σκόπιμα σε κάθε ουρητήριο. Μόλο που οι ίδιοι την αρνούνταν, η παράξενη ομοιότητα ανάμεσα στους δυο αδερφούς με το επώνυμο Κερέλ (Καβγατζής) ήταν θέλγητρο για τους άλλους, όχι γι’ αυτούς. Συναντιούνταν μόνο το βράδυ, όσο πιο αργά γινόταν, και μοιράζονταν το μοναδικό κρεβάτι μιας κάμαρας, κοντά εκεί όπου άλλοτε ζούσε φτωχικά η μάνα τους. Μοιράζονταν ίσως, αλλά τόσο βαθιά μέσα τους που δεν το αντιλαμβάνονταν καν, και την αγάπη τους για τη μάνα, όπως και τους σχεδόν καθημερινούς τσακωμούς. Το πρωί χώριζαν δίχως ν’ ανταλλάξουν κουβέντα. Ήθελαν ν’ αγνοούν ο ένας τον άλλο. Στα δεκαπέντε του, ο Καβγατζής είχε κιόλας εκείνο το χαμόγελο που θα τον έκανε να ξεχωρίζει για όλη του τη ζωή. Διάλεξε να ζήσει με τους κλέφτες, τη δική τους αργκό μιλάει. Θα προσπαθήσουμε να ’χουμε κατά νου αυτή τη λεπτομέρεια, έτσι ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα τον Καβγατζή, του οποίου οι νοητικές διεργασίες και τα αισθήματα εξαρτώνται και διαμορφώνονται από μια ορισμένη σύνταξη, από μια ιδιαίτερη εκφορά λόγου. Στο λεξιλόγιό του θα βρούμε λέξεις κι εκφράσεις όπως «δώσ’ του να καταλάβει του καριόλη…», «λιώμα είμαι…», «πάρ’

24 JEAN GENET τον κώλο σου, άντε ξεκούνα…», «σε τα μας, ρε, τα ζοριλίκια…», «… κοκκίνισε η μουσίτσα», «… κοίτα, ρε, του τη φορέσανε του μόρτη…», «… λοιπόν, κούκλα, καυλώνω…», «εσύ βούβα…» κ.ά., εκφράσεις που ποτέ δεν τις ξεστόμιζε με τρόπο καθαρό, μάλλον τις μουρμούριζε με φωνή υπόκωφη, σαν από μέσα του, δίχως να τις βλέπει. Ετούτες οι εκφράσεις δεν εκτοξεύονταν ποτέ, το λεξιλόγιό του δε φώτιζε τον Καβγατζή, ή, ας αποτολμήσουμε να το πούμε, δεν τον σκιαγραφούσε. Τουναντίον, έμοιαζαν να μπαίνουν στο στόμα του, να σωρεύονται μέσα του και ν’ αποθέτουν μια πηχτή λάσπη, απ’ όπου καμιά φορά ανέβαινε μια διάφανη φυσαλίδα που έσκαγε απαλά στα χείλη του. Και πάντα μια λέξη της αργκό ήταν που ανέβαινε. Όσο για την αστυνομία του λιμανιού και της πόλης, η Βρέστη βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία του αστυνομικού τμήματος, όπου, την εποχή του μυθιστορήματός μας, δουλεύουν μαζί οι υπαστυνόμοι Μαριό Ντογκά και Μαρσελέν, οι οποίοι συνδέονταν και με μια ιδιότυπη φιλία. Ο τελευταίος ήταν για τον Μαριό κάτι που έμοιαζε μάλλον με εξόγκωμα (ξέρουμε πως οι αστυνομικοί πάνε δυο δυο), βαρύ, οδυνηρό, και πότε πότε ευτυχώς ανακουφιστικό. Εντούτοις, έναν άλλο συνεργάτη, πιο ικανό και πιο αγαπητό του –για τον οποίο θα θυσιαζόταν πιο εύκολα αν χρειαζόταν να το κάνει–, είχε διαλέξει ο Μαριό, τον Ντεντέ. Όπως σε κάθε γαλλική πόλη, υπήρχε και στη Βρέστη ένα Monoprix· το συγκεκριμένο πολυκατάστημα είχαν επιλέξει για τις βόλτες τους ο Ντεντέ και πολλοί ναυτικοί, που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους πάγκους και ορέγο-

25 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ νταν –κάποιες φορές αγόραζαν κιόλας–, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, ένα ζευγάρι γάντια. Τέλος, οι υπηρεσίες της Ναυτικής Διοίκησης αντικαθιστούσαν στη Βρέστη το άλλοτε Ναυαρχείο. «Στα δύο χρόνια που υπηρέτησε στο Ναυτικό, η ανυπότακτη, διεστραμμένη φύση του του κόστισε εβδομήντα έξι ποινές. Έκανε τατουάζ στους νεοσύλλεκτους, έκλεβε τους άλλους ναύτες, επιδιδόταν σε πράξεις αλλόκοτες με ζώα». Περιγραφή της δίκης του Λουί Μενεσκλού, ετών 20. Εκτελέστηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1880. «Έχω παρακολουθήσει» φέρεται να είπε «αρκετά δικαστικά δράματα, όμως αυτό του Μενεσκλού μόλυνε την ψυχή μου. Είμαι λιγότερο ένοχος από κείνον, εφόσον εγώ ούτε βίασα ούτε διαμέλισα το θύμα μου. Και το πορτρέτο μου είναι σίγουρα ανώτερο απ’ το δικό του, γιατί αυτός δε φορούσε τη γραβάτα του, ενώ εμένα μου επιτρέψατε χαριστικά να κρατήσω τη δική μου». Δήλωση στον ανακριτή του δολοφόνου Φελίξ Λαμέτρ, ετών 14 (15 Ιουλίου 1881). «Ένας άντρας προχωράει, ξεσκούφωτος, με μαλλιά σπαστά, ντυμένος κομψά μ’ ένα λιτό, ανάλαφρο πλεκτό, παρ’ όλο το κρύο. Νέος, λεβεντόκορμος, με βλέμμα υπεροπτικό, περνάει από μπροστά σου και σε κοιτάζει επίμονα, ακολουθούμενος από έναν εκπληκτικό εσκιμώικο σκύλο.

26 JEAN GENET Στη θέα του, τρέμουν όλοι. Ο άντρας είναι ο Αυστριακός Όσκαρ Ράιχ, Διοικητής του Στρατοπέδου Συγκέντρωσης του Ντρανσί». Quatre et trois, 26 Μαρτίου 1946. «Όπως εκείνος ο στρατιώτης που εκλιπαρούσε τον εχθρό, ο οποίος ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει καθώς είχε πέσει με το πρόσωπο καταγής, να τον χτυπήσει με το ξίφος στο στέρνο, “για να μη με δει” είπε “ο ερωμένος μου πληγωμένο στα νώτα και ντροπιαστεί”». Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Πελοπίδας – Μαρκέλος Ο Πρεβό ψέλλισε: «Είμαι ευτυχής… πανευτυχής… Ω! ναι, είμαι πανευτυχής!… βρήκατε κηλίδες από αίμα. Είναι φρέσκες… πολύ φρέσκες… φρεσκότατες!» Απόσπασμα των πρακτικών της δίκης για την τριπλή δολοφονία που διέπραξε ο στρατιώτης Πρεβό της επίλεκτης φρουράς του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄. Εκτελέστηκε στις 19 Ιανουαρίου 1880. «Μεσαίο ανάστημα, σώμα υγιές, αναλογίες που προδίδουν ρώμη… κόμη πυκνή, μάτια μικρά και ζωηρά, βλέμμα περιφρονητικό, χαρακτηριστικά κανονικά και φυσιογνωμία αυστηρή, φωνή δυνατή αλλά βραχνή, μια εμφανής χροιά άγχους… μια ακραία ψυχρότητα στους τρόπους… Καχύποπτος, κρυψίνους, σκοτεινός, ήξερε, δίχως καμιά συμβου-

27 Ο ΚΑΒΓΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΒΡΕΣΤΗΣ λή, δίχως καμιά παιδεία, πώς να παραμένει ανεξιχνίαστος και να κρατά το μυστικό του». Πορτρέτο του Σεν-Ζιστ υπό Παγκανέλ. Αγορασμένο ή κλεμμένο από κάποιον ναύτη, το μπλε διμιτένιο παντελόνι έκρυβε τα υπέροχα πόδια του, ασάλευτα τώρα και σφιγμένα ύστερα από μια βαριά πατημασιά που έκανε το τραπέζι να σειστεί. Φορούσε μαύρα λουστραρισμένα παπούτσια, με σκασίματα σε μεριές μεριές, όπου πάνω τους έπεφταν οι κυματιστές δίνες του μπλε υφάσματος που ξεκινούσαν απ’ τη ζώνη. Ο κορμός του ήταν θηκιασμένος σε μια άσπρη μάλλινη μπλούζα, με ψηλό κι εφαρμοστό λαιμό, μάλλον λιγδιασμένη. Τα χείλη του έκλειναν αργά αργά. Ο Καβγατζής έκανε την κίνηση να φέρει τη γόπα στο στόμα του, αλλά το χέρι του σταμάτησε στα μισά, στο ύψος του στήθους, και το στόμα έμεινε μισάνοιχτο· κοίταξε επίμονα τον Ζιλ και τον Ροζέ, που τους ένωνε το σχεδόν ορατό νήμα των βλεμμάτων τους, η φρεσκάδα του χαμόγελου, κι έμοιαζαν ο μεν Ζιλ να τραγουδάει για τον πιτσιρικά, ο δε Ροζέ, σαν αρχιερέας μιας μυστικής κραιπάλης, να διαλέγει τον δεκαοχτάχρονο οικοδόμο, που η φωνή του τον έκανε για ένα βράδυ ήρωα του καπηλειού. Ο ναύτης τούς παρατηρούσε με τρόπο θαρρείς και τους απομόνωνε απ’ τους άλλους. Ο Καβγατζής κρατούσε συνειδητά τα χείλη μισάνοιχτα. Το μειδίαμά του έγινε πιο εμφανές, αδιόρατα όμως. Μια αμυδρή ειρωνεία απλώθηκε στο πρόσωπό του, ύστερα σε όλο του το κορμί, ωσότου,

28 JEAN GENET γέρνοντας στον τοίχο σε μια στάση ανεμελιάς, εξέπεμψε μια αίσθηση αλαζονικής ειρωνείας, ευθυμίας μάλλον. Το βλέμμα του, ξεστρατισμένο απ’ το ανασήκωμα του φρυδιού (που ταίριαζε με το λοξό του χαμόγελο), πήρε μια πονηρή έκφραση καθώς περιεργαζόταν τους δυο πιτσιρικάδες. Το χαμόγελο εξαφανίστηκε από τα χείλη του Ζιλ, λες κι ένα μικρό μπαλόνι σε κάθε μάγουλο ξεφούσκωσε τώρα, και την ίδια στιγμή έσβησε και στα χείλη του Ροζέ, αλλά, ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, ο Ζιλ, βρίσκοντας την ανάσα του και το τραγούδι του, όρθιος πάνω στο τραπέζι, χαμογέλασε πάλι και ξανάδωσε το χαμόγελο στον Ροζέ, που παρέμεινε ατόφιο στα χείλη του ως το τελευταίο κουπλέ. Τα δυο αγόρια δεν έπαψαν στιγμή να κοιτάζονται. Ο Ζιλ τραγουδούσε. Ο Καβγατζής ακουμπούσε μονόπαντα στον τοίχο του μπαρ. Σε αυτή τη στάση, ζύγιαζε τον εαυτό του κι ένιωθε την αντίθεση ανάμεσα στο δικό του ζωντανό όγκο, στ’ ανταριασμένα μούσκουλα της πλάτης του και στο σκοτεινό, άφθαρτο τοίχο πίσω του. Ετούτα τα δυο σκότη πάλευαν σιωπηρά. Ο Καβγατζής το ’ξερε ότι είχε ωραίες πλάτες. Θα δούμε πώς, λίγες μέρες αργότερα, θα τις αφιερώσει κρυφά στον υποπλοίαρχο Σεμπλόν. Σχεδόν ασάλευτος, έτριβε κυκλικά τις ωμοπλάτες του πάνω κάτω στην πέτρινη επιφάνεια του τοίχου… Ήταν ρωμαλέος. Με το ένα χέρι –αφήνοντας το άλλο στην τσέπη του– έφερε στα χείλη του την, αναμμένη ακόμη, γόπα. Χαμογέλασε ανεπαίσθητα. Ο Ρομπέρ και οι δυο άλλοι ναύτες άκουγαν μόνο το τραγούδι. Όμως ο Καβγατζής διατήρησε το χαμόγελό του. Σύμφωνα με μια έκφραση που είχε πέραση στους

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=