Ο καλός γιος

Μ ε ξύπνησε η μυρωδιά του αίματος. Όχι μόνο η μύτη μου, αλλά ολόκληρο το σώμα μου έμοιαζε να την εισπνέει. Ήταν μια μυρωδιά που, σαν μια φωνή που αντηχεί σε έναν σωλήνα, με κατέκλυζε και γινόταν όλο και πιο δυνατή. Παράξενες σκηνές περνούσαν φευγαλέα μπροστά από τα μάτια μου. Το θολό κί- τρινο φως μιας σειράς από λάμπες δρόμου μέσα στην ομίχλη, το νερό του ποταμού να στριφογυρίζει και να ρέει κάτω από τα πόδια μου, μια πορφυρή ομπρέλα να κυλάει πάνω στον βρεγ- μένο από τη βροχή αυτοκινητόδρομο, ένας πλαστικός μουσαμάς που κάλυπτε τον χώρο ενός εργοταξίου να κυματίζει στον άνε- μο. Κάπου πάνω από το κεφάλι μου ακουγόταν το τραγούδι ενός άντρα με δυσνόητη προφορά. Τη γυναίκα μέσα στη βροχή που δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να την ξεχάσω... Δεν μου πήρε και πολλή ώρα να καταλάβω τι ήταν όλο αυτό. Δεν χρειαζόταν καν προικισμένη φαντασία για να προβλέψω τι επρόκειτο να συμβεί. Δεν ήταν πραγματικότητα. Σίγουρα δεν ήταν απομεινάρι κάποιου ονείρου. Ήταν ένα σήμα που έστελνε το κεφάλι στο σώμα μου. Μην κουνιέσαι, μείνε ξαπλωμένος! Γιατί απoδώ και μπρος θα πληρώσεις ακριβά το γεγονός ότι σταμάτησες με το έτσι θέλω τα φάρμακα για την επιληψία. Το ότι έκοψα τα χάπια ήταν σαν μια καλοδεχούμενη βροχή στην έρημο της ζωής μου. Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά το τίμημα της βρο- χής πρέπει να το πληρώσω με την καταιγίδα που λέγεται κρίση

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=