Ο καλός γιος

Y O U - J E O N G J E O N G 34 Όλα σκοτείνιασαν μπροστά μου. Έπαθα ναυτία. Δεν μπορού- σα να κουνηθώ. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Καυτή άμμος είχε γεμίσει τους πνεύμονές μου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να περιμένω καθώς καθόμουν δίπλα στη μητέρα μου. Περίμενα το φως να επιστρέψει στο σκοτεινό μυαλό μου για να είμαι σε θέση να κάνω κάτι. Όχι, ήθελα τα πάντα να είναι όνει- ρο, ακόμα και η φωνή μέσα στο μυαλό μου επέμενε ότι όλα ήταν ένα όνειρο. Ευχόμουν το εσωτερικό μου ρολόι να χτυπήσει το ξυπνητήρι του και να με βγάλει από αυτόν τον εφιάλτη. Ο χρόνος κυλούσε βαρετά. Τα πάντα ήταν τρομαχτικά ήσυχα. Το εκκρεμές ρολόι άρχισε να χτυπάει μέσα στην ησυχία. Τριάντα λεπτά είχαν περάσει από τη στιγμή που είχα ξυπνήσει. Ήταν έξι η ώρα, όταν κανονικά η μητέρα θα έκανε θόρυβο στην κου- ζίνα και θα ανέβαινε στο δωμάτιό μου με ένα σμούδι από γάλα, μπανάνα, καρπό πεύκου και καρύδι. Το ρολόι σταμάτησε να χτυπά, αλλά η μητέρα ήταν ακόμη ξαπλωμένη κάτω από τα πόδια μου. Με έπιασε τρομερή απελ- πισία. Μήπως τελικά όλο αυτό δεν ήταν όνειρο; Με είχε φωνά- ξει η μητέρα πραγματικά χθες τη νύχτα; Ήταν για να τη βοηθή- σω ή για να τη σώσω; Τα γόνατά μου άρχισαν να τρέμουν. Τα σωθικά μου ξαφνικά βάρυναν. Αισθάνθηκα έναν πόνο σαν βελόνα μου να με τρυπά κάτω από τον αφαλό μου. Λίγο μετά, η κύστη μου πρήστηκε, και αισθάνθηκα μια επείγουσα, έντονη ανάγκη να κατουρήσω. Ήταν η ίδια πίεση που είχα νιώσει όταν ήμουν παιδί, όταν ονει- ρεύτηκα ότι δεν μπορούσα να κουνηθώ και η εμπορική αμαξο- στοιχία πλησίαζε με ταχύτητα. Ήταν μια πίεση σαν εφιάλτης που με παρέλυε παρόλο που ήθελα να σηκωθώ. Κάθισα στα γόνατά μου, πίεσα τα μπούτια μου και έγειρα πάνω τους με τα δυο μου χέρια. Με έπιασε κρύος ιδρώτας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=