Ο καλός γιος

Ο Κ Α Λ Ο Σ Γ Ι Ο Σ 27 «Ας πάμε μέσα να μιλήσουμε». Ήθελα να πάω μέσα, αλλά δεν ήθελα να μιλήσω. Έδιωξα το χέρι της μητέρας μου από τον αγκώνα μου. Αυτή τη φορά, το δεξί μου πόδι λύγισε και έγειρα προς το μέρος της, συγκρατώ- ντας τον εαυτό μου στηριζόμενος στους ώμους της. Η μητέρα πήρε μια γρήγορη αναπνοή, το μικρό και αδύνατο σώμα της έγινε πέτρα. Έδειχνε ότι ξαφνιάστηκε γιατί δεν ήταν του χαρα- κτήρα μου να την ακουμπάω. Μπορεί να συγκινήθηκε, ή να νόμιζε ότι ήταν περίεργο ή ξαφνιάστηκε για κάποιον άλλο λόγο. Την κράτησα πιο σφιχτά σκεφτόμενος Καλύτερα να μη μιλή- σουμε. Ποιο είναι το νόημα; Έχω ήδη πιει. Είναι πολύ αργά για να με σταματήσεις τώρα. «Τι έχεις πάθει;» ρώτησε η μητέρα γλιστρώντας κάτω από τα χέρια μου και αποκτώντας τη συνήθη ηρεμία της. Αισθάνθη- κα απογοήτευση. Κατέβασα τα χέρια μου που ήταν ακόμη στον αέρα και πέρασα μέσα. Καθώς έβγαζα τα παπούτσια μου, η μητέρα μου με ρώτησε πίσω από την πλάτη μου… «Συνέβη κάτι έξω;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου χωρίς να κάνω τον κόπο να κοιτάξω πίσω μου. Όταν μπήκα στο σαλόνι, υποκλίθηκα ελαφρώς. «Καληνύχτα». Αισθάνθηκε κάτι περίεργο; Δεν με σταμάτησε. Μόνο ρώτησε: «Θέλεις να σε βοηθήσω να ανέβεις μέχρι τον δεύτερο όροφο;». Κούνησα και πάλι το κεφάλι και ανέβηκα τη σκάλα, όχι πο- λύ γρήγορα αλλά ούτε και πολύ αργά. Θυμήθηκα ότι έβγαλα τα ρούχα μου με το που μπήκα στο δωμάτιό μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου χωρίς να πλυθώ, και άκουσα τη μητέρα να πηγαίνει στο δωμάτιό της και να κλείνει την πόρτα. Μόλις άκουσα αυτόν τον ήχο, ξεμέθυσα αμέσως. Τι έκανα μετά; Μετά θα πρέπει να πέρασα την ώρα μου κοιτάζοντας το ταβάνι χασομερώντας μέ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=