Ο καλός γιος

Y O U - J E O N G J E O N G 24 αυτή τη φορά είχα πιει τρία ή τέσσερα ποτήρια σότζου αναμε- μειγμένο με μπίρα και είχα περπατήσει μέχρι το σπίτι από τη στάση του λεωφορείου μέσα στη βροχή ελπίζοντας ότι θα δρό- σιζε το ξαναμμένο μου πρόσωπο. Το κεφάλι μου είχε δροσιστεί, η ευχάριστη αίσθηση του μεθυσιού ήταν όμως ακόμη εκεί. Όχι, στην πραγματικότητα μπορεί να ήταν παραπάνω από μια απλή ζάλη, διότι ξέχασα ότι το κάλυμμα της κλειδαριάς ήταν πάνω και έπρεπε να το κατεβάσω και να το ξανανεβάσω για να το κάνω να δουλέψει, παλεύοντας με την πόρτα για είκοσι ολό- κληρα λεπτά. Μετά από λίγο, στάθηκα εκεί με τα χέρια μου στις τσέπες, κοιτάζοντας τη χαλασμένη κλειδαριά. Στο μεταξύ στην τσέπη μου το κινητό μου τηλέφωνο χτύπησε τέσσερις φο- ρές. Χωρίς να το κοιτάξω, ήξερα ότι ήταν μηνύματα από τη μητέρα. Ακόμα και τις συγκεκριμένες προτάσεις μπορούσα να υποθέσω. «Έχεις ξεκινήσει;» «Πού είσαι τώρα;» «Πότε θα φτάσεις;» «Βρέχει. Μην έρθεις με τα πόδια. Θα πάω να σε πάρω από τη στάση του λεωφορείου». Πέντε δευτερόλεπτα μετά το τελευταίο μήνυμα, η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Η μητέρα που ήταν ντυμένη κομψά ακόμα και για το σουπερμάρκετ εμφανίστηκε με το κλειδί του αυτοκινήτου στο χέρι της, στιλάτη φορώντας καπέλο του μπέιζμπολ, λευκό πουλόβερ, καφέ ζακέτα, στενό τζιν και λευκά αθλητικά παπού- τσια. Εκνευρισμένος, πίεσα τα χείλη μου και κοίταξα κάτω τα πόδια μου. Ήταν σαν να αισθανόμουν άσχημα παρόλο που είχα απαντήσει σωστά σε ερώτηση διαγωνίσματος. Ήθελα να βάλω τις φωνές. Αχ... σε παρακαλώ . «Πότε έφτασες;» Η μητέρα σιγούρεψε τη μισάνοιχτη πόρτα με το στόπερ και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=