Ο φαροφύλακας

[ 11 ] στρωμα στο ύψος της πλώρης. Απολάμβανε την αίσθηση της αλμύ­ ρας από τις ψεκάδες του νερού στο πρόσωπό της και επέτρεψε στον εαυτό της να κλείσει τα μάτια για λίγο. Όταν τα άνοιξε ξανά, διέκρινε στο βάθος το Γκρόχουερ. Η καρδιά αναπήδησε στο στήθος της. Πά­ ντα το έκανε όταν αντίκριζε το νησί και έβλεπε το μικρό σπίτι και τον φάρο που υψωνόταν πάλλευκος και περήφανος προς τον καταγάλα­ νο ουρανό. Βρισκόταν ακόμη μακριά για να διακρίνει το χρώμα του σπιτιού, αλλά θυμόταν τη σταχτιά απόχρωση και τις λευκές γωνίες. Θυμόταν επίσης τις ροζ δεντρομολόχες που μεγάλωναν στον τοίχο, που ήταν, ως επί το πλείστον, απάνεμος. Ήταν το καταφύγιό της, ο παράδεισός της. Το δικό της Γκρόχουερ. Μέχρι και το τελευταίο στασίδι της εκκλησίας της Φιελμπάκα ήταν πιασμένο, το ιερό ήταν γεμάτο λουλούδια. Στεφάνια, μπουκέτα και όμορφες μεταξωτές κορδέλες με τον ύστατο χαιρετισμό. Ο Πάτρικ δεν μπορούσε να κοιτάζει το κατάλευκο φέρετρο κα­ ταμεσής στη θάλασσα των λουλουδιών. Επικρατούσε μια απόκο­ σμη σιωπή μέσα στον μεγάλο πέτρινο ναό. Σε κηδείες ηλικιωμένων πάντα ακούγονταν κάποια μουρμουρητά εκεί μέσα. Φράσεις όπως «πονούσε τόσο πολύ η κακομοίρα · δεν λες που γλίτωσε» ανταλ­ λάσσονταν συχνά μεταξύ των παρευρισκομένων, οι οποίοι περίμε­ ναν πώς και πώς τον καφέ της παρηγοριάς μετά την τελετή. Σήμερα όμως δεν ακουγόταν τίποτα τέτοιο. Όλοι κάθονταν σιωπηλοί στις θέσεις τους, με βαριά καρδιά και με την αίσθηση της αδικίας μέσα τους. Αυτό δεν έπρεπε να είχε συμβεί. Ο Πάτρικ καθάρισε τον λαιμό του και κοίταξε ψηλά στην ορο­ φή, για να μπορέσει να διώξει τα δάκρυα ανοιγοκλείνοντας τα μά­ τια. Έσφιξε το χέρι της Ερίκα. Το κουστούμι τού προκαλούσε φα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=