Ο φαροφύλακας

[ 33 ] νά. Κάθε νύχτα ξυπνούσε καταϊδρωμένη, με σκόρπια κομμάτια ει­ κόνων στο μυαλό της. Δεν ήταν όλα όπως έπρεπε να ήταν, αλλά οι δειλές της ερωτήσεις απαντιόνταν απλώς με τη σιωπή. Γι’ αυτό είχε επικεντρωθεί τώρα στο να τον κάνει να φάει. Αν έβαζε μερικά κιλά πάνω του, σίγουρα θα ήταν όλα μια χαρά. «Δεν τρως λίγο ακόμα;» τον παρακάλεσε όταν ο Μάτε άφησε το πιρούνι κάτω και την τεράστια μερίδα μισοφαγωμένη. «Α, μασταμάταπια, Σίγκνε» έκανε ο Γκούναρ. «Άφησέ τον ήσυχο». «Δεν πειράζει» είπε ο Μάτε μ’ ένα αχνό χαμόγελο. Το παιδί της μαμάς. Δεν ήθελε ν’ ακούει να την επιπλήττουν για χάρη του, έστω κι αν η ίδια, έπειτα από σαράντα χρόνια και πλέον με τον άντρα της τον Γκούναρ, είχε μάθει ότι γάβγιζε περισσότερο απ’ όσο δάγκωνε. Καλύτερο άντρα δεν θα έβρισκε, ακόμα κι αν τον έψα­ χνε με το λυχνάρι. Η Σίγκνε ένιωσε αμέσως τύψεις, όπως τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν. Ήξερε ότι ήταν δικό της το λάθος, ότι ανησυχούσε υπερβολικά. «Συγγνώμη, Μάτε. Φυσικά και δεν χρειάζεται να φας άλλο». Χρησιμοποιούσε το χαϊδευτικό του, αυτό που είχε από τότε που μόλις είχε αρχίσει να μιλάει και δεν μπορούσε να προφέρει το βα­ φτιστικό του καθαρά. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του Μάτε και μετά το έκαναν και όλοι οι άλλοι. «Ξέρεις ποιος είναι εδώ;» συνέχισε εκείνη χαρωπά και άρχισε να μαζεύει τα πιάτα, για να ξεστρώσει το τραπέζι. «Όχι, πώς να ξέρω;» «Η Νάταλι». Ο Μάτε γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Ναι, ναι, ήξερα ότι αυτό θα σε ξάφνιαζε ευχάριστα. Σίγουρα είσαι ακόμη λίγο τσιμπημένος μαζί της».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=