Ο φαροφύλακας
[ 30 ] Από τότε που ο Μάτε είχε μετακομίσει ξανά στο σπίτι ίσα που άγγιζε το φαγητό του, παρόλο που εκείνη του μαγείρευε τα αγαπη μένα του φαγητά κάθε φορά που έτρωγε μαζί τους. Το ερώτημα ήταν αν έτρωγε γενικά όταν ήταν μόνος στο διαμέρισμά του. Αδύ νατος σαν σκιάχτρο ήταν πάντως. Ευτυχώς δηλαδή που φαινόταν τουλάχιστον πιο υγιής, τώρα που είχαν χαθεί τα σημάδια των σημα ντικών βλαβών που είχε υποστεί. Όταν τον είχαν επισκεφθεί στο νοσοκομείο Σαλγκρένσκα, η Σίγκνε δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή τρόμου. Τον είχαν κάνει μπλε μαρέν από το ξύλο. Το πρόσωπό του ήταν τόσο πρησμένο, που δεν καταλάβαινες εύκολα ότι αυτός που κειτόταν στο κρεβάτι ήταν ο Μάτε. «Καλά πάει». Η Σίγκνε σκίρτησε από τον ήχο της φωνής του. Η απάντηση στην ερώτηση είχε καθυστερήσει αρκετά ώστε να ξεχάσει και η ίδια τι είχε ρωτήσει. ΟΜάτε σκάλιζε με το πιρούνι τον πουρέ κι έβα λε πάνω κι ένα κομμάτι ρολό κιμά. Η Σίγκνε έπιασε τον εαυτό της να κρατάει την ανάσα της καθώς ακολουθούσε με τη ματιά της την πορεία του πιρουνιού προς το στόμα. «Σταμάτα να κοιτάς το παιδί όταν τρώει» γρύλισε ο Γκούναρ. Ήταν ήδη έτοιμος να ξαναγεμίσει το πιάτο του. «Συγγνώμη» έκανε εκείνη και κούνησε βιαστικά το κεφάλι της. «Είμαι…απλώς είμαι τόσο χαρούμενη που τρως». «Ε, δεν πεθαίνω δα και από την πείνα, μαμά. Κοίτα εδώ. Τρώω». Και σαν να ήθελε να της αποδείξει πόσο λάθος έκανε, έπιασε με το πιρούνι μια θεόρατη μπουκιά και την έφερε με ταχύτητα στο στόμα του πριν προλάβει να πέσει. «Δεν πιστεύω να κουράζεσαι στο δημαρχείο;» Η Σίγκνε δέχτηκε άλλη μια ενοχλημένη ματιά από τον Γκούναρ.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=