Ο φαροφύλακας

[ 29 ] πεζάκι του καθιστικού και απίθωσε με μια έμπειρη κίνηση τον Άντον στον ώμο του, περιμένοντάς τον να ρευτεί. Η Ερίκα εννοούσε όσα είχε πει. Μετά τη γέννηση της Μάγια ένιωθε σαν να κυκλοφορούσε μονίμως μέσα σε μια πυκνή ομίχλη, αλλά αυτή τη φορά ήταν όλα διαφορετικά. Ίσως όλα αυτά που συ­ νέβησαν ταυτόχρονα με τη γέννηση των διδύμων να μην είχαν αφήσει περιθώρια για οποιαδήποτε κατάθλιψη. Βοήθησε επίσης την κατάσταση το γεγονός ότι είχαν μάθει σε συγκεκριμένες ρουτί­ νες ήδη από το νοσοκομείο. Τώρα κοιμούνταν και έτρωγαν ήρεμα σε συγκεκριμένες ώρες και επίσης ταυτόχρονα. Όχι, δεν ανησυχού­ σε καθόλου για το αν θα κατάφερνε να φροντίσει τα παιδιά της. Ήταν ευτυχισμένη για κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε μαζί με τα παιδιά της. Γιατί λίγο είχε λείψει να τα χάσει, είχε βρεθεί απίστευ­ τα κοντά στην απώλειά τους. Έκλεισε τα μάτια της, έσκυψε μπροστά και ακούμπησε τη μύτη της στο κεφαλάκι του Νούελ. Για μια στιγμή εκείνο το χνουδωτό κεφαλάκι την έκανε να σκεφτεί την Άννα, κι έκλεισε σφιχτότερα τα μάτια της. Μακάρι να έβρισκε έναν τρόπο να βοηθήσει την αδελφή της, αλλά τώρα ένιωθε πολύ ανήμπορη. Πήρε μια βαθιά ανάσα, για να παρηγορηθεί από τη μυρωδιά του Νούελ. «Αγάπη μου» μουρμούρισε προς το κεφαλάκι του. «Αγάπη μου». «Και η δουλειά πώς πάει;» Η Σίγκνε προσπάθησε να δώσει έναν ανάλαφρο τόνο στη φωνή της καθώς έβαζε ένα κομμάτι ρολό κιμά, πράσινο αρακά, πουρέ πατάτας και σάλτσα από κρέμα γάλακτος σ’ ένα πιάτο. Μια τερά­ στια μερίδα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=