Ο φαροφύλακας

[ 21 ] αιωνιότητα – και σίγουρα η ίδια με τον Σαμ θα τα έβγαζαν πέρα σήμερα με αυτά. Δεν της φαινόταν ελκυστική η ιδέα να πάει στην πόλη. Ήταν ασφαλής εδώ πέρα. Δεν ήθελε να συναντήσει ανθρώπους, την ησυχία της ήθελε. Έμεινε για λίγο συλλογισμένη εκεί που στεκόταν με την κονσέρβα στο χέρι. Υπήρχε μόνο μία λύση. Να τηλεφωνήσει στον Γκούναρ. Αυτός άλλωστε πρόσεχε το σπίτι για χάρη της μετά τον θάνατο των γονιών της, και σίγουρα θα μπορούσε να του ζητή­ σει βοήθεια. Το σταθερό τηλέφωνο δεν λειτουργούσε προς το πα­ ρόν, αλλά το κινητό είχε καλό σήμα και η Νάταλι πληκτρολόγησε το νούμερό του. «Σβερίν». Το όνομα ξύπνησε θύμησες πολλές και η Νάταλι αναστατώθη­ κε. Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να μπορέσει να συγκε­ ντρωθεί αρκετά για να μιλήσει. «Ναι; Είναι κάποιος εκεί;» «Ναι, γεια σου, η Νάταλι είμαι». «Νάταλι!» ξεφώνισε η Σίγκνε Σβερίν. Η Νάταλι χαμογέλασε. Αγαπούσε τη Σίγκνε και τον Γκούναρ και την αγαπούσαν κι εκείνοι. «Εσύ είσαι, μικρή μου; Από τη Στοκχόλμη μάς παίρνεις;» «Όχι, είμαι στο νησί». Προς μεγάλη της έκπληξη ένιωσε έναν κό­ μπο στον λαιμό της. Είχε κοιμηθεί ελάχιστα και μάλλον η κούραση την έκανε υπερβολικά συναισθηματική. Καθάρισε τον λαιμό της. «Χτες έφτασα». «Μα, καλή μου, γιατί δεν μας ειδοποίησες; Θα είχαμε έρθει να καθαρίσουμε. Πρέπει να έχει τα χάλια του το σπίτι και–» «Δεν ήταν πρόβλημα το καθάρισμα». Η Νάταλι διέκοψε προσε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=