Ο φαροφύλακας

[ 16 ] ταλλικές του πλάκες και τα μπουλόνια σκούριαζαν αργά και σταθε­ ρά από το αλμυρό νερό και τον άνεμο. Όταν ήταν μικρή, λάτρευε να παίζει εδώ πάνω. Ήταν τόσο μικρός, σαν μια παιδική χαρά ψηλά πάνω από το έδαφος. Τα μόνα έπιπλα που υπήρχαν ήταν ένα κρε­ βάτι, όπου ξεκουράζονταν οι φαροφύλακες όσο διαρκούσαν οι ατέλειωτες βάρδιες τους, και μια καρέκλα, όπου μπορούσαν να κά­ θονται και ν’ αγναντεύουν τη θάλασσα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Μια μυρωδιά μούχλας αναδύθηκε από το κάλυμμα, αλλά οι ήχοι γύρω της ήταν ίδιοι σαν και τότε που ήταν παιδούλα. Οι κραυγές των γλάρων, τα κύματα που χτυπούσαν στα βράχια κι ο τριζάτος, υπόκωφος ήχος που παρήγε ο ίδιος ο φάρος. Όλα ήταν πολύ πιο απλά τότε. Οι γονείς της ανησυχούσαν μήπως εκείνη, το μοναχοπαίδι τους, βαρεθεί το νησί. Αλλά μάταια ανησυ­ χούσαν. Εκείνη λάτρευε το νησί. Και δεν ήταν μόνη της. Αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να τους το εξηγήσει τότε. Ο Ματς Σβερίν αναστέναξε και παραμέρισε τα χαρτιά που είχε μπροστά του πάνω στο γραφείο του. Σήμερα ήταν μία από εκείνες τις μέρες που δεν μπορούσε να σταματήσει να τη σκέφτεται. Ούτε μπορούσε να σταματήσει ν’ αναρωτιέται. Κάτι τέτοιες μέρες δεν έβγαζε πολλή δουλειά, αλλά ευτυχώς δεν ήταν τόσο συχνές τώρα τελευταία. Είχε αρχίσει να το αφήνει πίσω του – τουλάχιστον αυτό ήθελε να πιστεύει. Η αλήθεια ήταν ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να το κάνει αυτό οριστικά. Γιατί έβλεπε ακόμη το πρόσωπό της μπροστά του, μ’έναν τρόπο για τον οποίο ένιωθε ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη. Την ίδια στιγμή, παρακαλούσε να θολώσει η εικόνα, να γίνει πιο ασαφής. Προσπάθησε ξανά να επικεντρωθεί στη δουλειά. Τις καλές μέ­ ρες τού φαινόταν πραγματικά ευχάριστη. Ήταν πραγματική πρό

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=