Ο φαροφύλακας
32 C A M I L L A L A C K B E R G «Δεν τρως λίγο ακόμα;» τον παρακάλεσε όταν ο Μάτε άφη σε το πιρούνι κάτω και την τεράστια μερίδα μισοφαγωμένη. «Α, μα σταμάτα πια, Σίγκνε» έκανε ο Γκούναρ. «Άφησέ τον ήσυχο». «Δεν πειράζει» είπε ο Μάτε μ’ ένα αχνό χαμόγελο. Το παιδί της μαμάς. Δεν ήθελε ν’ ακούει να την επιπλήττουν για χάρη του, έστω κι αν η ίδια, έπειτα από σαράντα χρόνια και πλέον με τον άντρα της τον Γκούναρ, είχε μάθει ότι γάβγιζε περισσότερο απ’ όσο δάγκωνε. Καλύτερο άντρα δεν θα έβρισκε, ακόμα κι αν τον έψαχνε με το λυχνάρι. Η Σίγκνε ένιωσε αμέσως τύψεις, όπως τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν. Ήξερε ότι ήταν δικό της το λάθος, ότι ανησυχούσε υπερβολικά. «Συγγνώμη, Μάτε. Φυσικά και δεν χρειάζεται να φας άλλο». Χρησιμοποιούσε το χαϊδευτικό του, αυτό που είχε από τό τε που μόλις είχε αρχίσει να μιλάει και δεν μπορούσε να προ φέρει το βαφτιστικό του καθαρά. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του Μάτε και μετά το έκαναν και όλοι οι άλλοι. «Ξέρεις ποιος είναι εδώ;» συνέχισε εκείνη χαρωπά και άρχισε να μαζεύει τα πιάτα, για να ξεστρώσει το τραπέζι. «Όχι, πώς να ξέρω;» «Η Νάταλι». Ο Μάτε γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Ναι, ναι, ήξερα ότι αυτό θα σε ξάφνιαζε ευχάριστα. Σί γουρα είσαι ακόμη λίγο τσιμπημένος μαζί της». «Έλα, κόφ’ το τώρα». Η Σίγκνε είδε ξαφνικά τον έφηβο Μάτε μπροστά της, με το τσουλούφι να πέφτει μπροστά στα μάτια του ενώ εξηγούσε τραυλίζοντας ότι είχε βρει κοπέλα. «Της πήγα μερικά τρόφιμα εκεί πέρα σήμερα» είπε ο Γκού ναρ. «Είναι στο Νησί των Στοιχειών, στο Γκαστχόλμεν». «Άπαπα, μην το λες έτσι». Η Σίγκνε ανατρίχιασε. «Γκρό χουερ το λένε».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=