Ο φαντομάς

J O N E S B O 12 έτσι; Όταν έφυγε, κοίταξα τον εαυτό μου στον μεγάλο κα- θρέφτη. Δεν ήταν η πρώτη που μου έλεγε πως ήμουν όμορ- φος. Ήμουν πολύ πιο αναπτυγμένος από τ’ άλλα αγόρια: ψηλός, λεπτός, με φαρδιούς ήδη ώμους, γεμάτος μυς. Με γυαλιστερά κατάμαυρα μαλλιά, λες κι όλο το φως του κό- σμου φέγγιζε πάνω τους. Ψηλά ζυγωματικά. Τετράγωνο πιγούνι. Μεγάλο, άπληστο στόμα με χείλια γεμάτα, σαν κοριτσίστικα. Λείο, σκούρο δέρμα. Σχεδόν μαύρα μάτια. Ένα παιδί στην τάξη μ’ είχε πει κάποτε «σκατοαρουραίο». Ντίντρικ νομίζω τον έλεγαν. Πήγαινε για σολίστ κλασικού πιάνου. Ήμουν δεκαπέντε ετών και το είπε φωναχτά: «Αυ- τός ο σκατοαρουραίος ούτε να διαβάσει δεν μπορεί καλά καλά». Εγώ απλώς γέλασα. Ήξερα πολύ καλά γιατί το είχε πει. Ήξερα πολύ καλά τι ήθελε: την Καμίλα, με την οποία ήταν κρυφά ερωτευμένος και η οποία ήταν ολοφάνερα ερωτευμέ- νη μαζί μου. Στο πάρτι της τάξης είχα χώσει το χέρι μου κάτω από την μπλούζα της για να δω τι έκρυβε εκεί μέσα. Τίποτα το ιδιαίτερο. Το είχα αναφέρει σ’ έναν δυο φίλους και κάπως πρέπει να το πήρε και το αυτί του Ντίντρικ, ο οποίος αποφάσισε να με βάλει στη θέση μου. Οπότε πήγα κι εγώ στον Τούτου στο κλαμπ Εμ-Σι, για τον οποίο διακι- νούσα λίγο χασίς στο σχολείο, και του εξήγησα ότι, αν ήταν να κάνω τη δουλειά του σωστά, χρειαζόμουν τον απαραίτη- το σεβασμό. Ο Τούτου είπε ότι θα κανόνιζε τον Ντίντρικ. Ο Ντίντρικ δεν μας εξήγησε πώς κατάφερε να μαγκώσει τα δυο του δάχτυλα στον πάνω μεντεσέ της πόρτας της τουα- λέτας των αγοριών, αλλά εμένα δεν με ξαναφώναξε ποτέ πια «σκατοαρουραίο». Και, ναι, φυσικά και δεν έγινε ποτέ σολίστ του πιάνου. Γαμώτο! Πονάω λέμε! Όχι, μπαμπά, δεν χρειάζομαι παρηγοριά, τη δόση μου χρειάζομαι. Μια τελευ- ταία δόση και θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο ήσυχος. Να τες πάλι αυτές οι καμπάνες. Μπαμπά;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=