Ο φαντομάς
O Φ Α Ν Τ Ο Μ Α Σ 11 για πρεζόνια, με μια ολοκαίνουργια οπή στο σώμα μου απ’ όπου ξεχύνονται τώρα όλα: η ζωή μου, τα δευτερόλεπτα, οι μνήμες όσων με οδήγησαν εδώ. Τα μεγάλα και τα μικρά, ένα κάρο συμπτώσεις, πράγματα που επέλεξα μόνο κατά το ήμισυ εγώ. Αυτό είναι λοιπόν όλο; Αυτό είμαι εγώ, αυτό είναι η ζωή μου; Δεν έκανα σχέδια εγώ; Φυσικά κι έκανα. Και να τα τώρα, ένας σάκος σκόνη, ένα ανέκδοτο τόσο σύ- ντομο, που θα προλάβαινα να το πω ολόκληρο πριν σωπά- σουν οι κολασμένες αυτές καμπάνες. Πανάθεμα. Ποτέ δεν μου ’παν ότι πονάει τόσο όταν πεθαίνεις. Μπαμπά, είσαι εκεί; Μη φεύγεις, όχι ακόμη. Άκουσέ με, θα σ’ το πω το ανέκδοτο: Με λένε Γκούστο. Έχω φτάσει τα δεκαεννιά. Ένας κακός άνδρας, εσύ, πήδηξες μια κακιά γυναίκα κι εννιά μήνες αργότερα, τσουπ!, εμφανίστηκα εγώ και με δώσατε για υιοθεσία πριν καλά καλά προλάβω να πω τη λέξη «μπαμπάς». Κι όσο εγώ τα έκανα λίμπα όσο πιο πολύ μπορούσα, τόσο εκείνοι με τύλιγαν ακόμα πιο ασφυκτικά με τη στοργή τους και με ρωτούσαν τι χρειαζόμουν για να ηρε- μήσω. Παγωτάκι; Πού να ’ξεραν ότι άνθρωποι σαν εσένα κι εμένα καταλήγουν μια μέρα πυροβολημένοι, πατημένοι σαν παράσιτα, ότι μεταδίδουμε μολύνσεις κι αποσύνθεση κι ότι, αν μας δινόταν η ευκαιρία, θα πολλαπλασιαζόμασταν σαν τους αρουραίους... Δικό τους το φταίξιμο και μόνο. Ήθελαν όμως κι αυτοί ανταλλάγματα. Όλοι κάτι θέλουν. Ήμουν δεκατριών όταν πρωτοείδα στα μάτια της θετής μου μητέ- ρας αυτό που ήθελε. «Τι όμορφος που είσαι, Γκούστο» μου είπε. Είχε μπει στο μπάνιο. Είχα αφήσει την πόρτα ανοιχτή χωρίς ν’ ανοίξω το ντους για να την πιάσω απροετοίμαστη. Στάθηκε στην πόρτα ένα δεύτερο παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε κι ύστερα ξαναβγήκε. Κι εγώ έσκασα στα γέλια γιατί είχα καταλάβει τι ήθελε. Αυτό είναι το ταλέντο μου, μπαμπά: ξέρω τι θέ- λουν οι άνθρωποι. Από σένα το πήρα άραγε; Ήσουν κι εσύ
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=