Ο φαντομάς
J O N E S B O 10 πα, που μύριζε πετρέλαιο και σάπιο ζώο. Ο εγκέφαλός της συγκεντρώθηκε στο πώς θα μπορούσε να ξεπεράσει αυτό που της έφραζε τον δρόμο. Είχε προσπαθήσει κι απ’ τις δυο με- ριές αλλά, παρόλο που ήταν μόνο είκοσι πέντε εκατοστά και ζύγιζε λιγότερο από μισό κιλό, της ήταν αδύνατον. Το εμπό- διο ήταν πεσμένο στο πλάι, με την πλάτη του στον τοίχο, φράζοντας την είσοδο της τρύπας που οδηγούσε στη φωλιά της, όπου τα οκτώ νεογέννητα, τυφλά και άτριχα μωρά της τσίριζαν ολοένα και πιο δυνατά αποζητώντας τα στήθη της. Το βουνό από κρέας μύριζε αλάτι, ιδρώτα και αίμα. Ήταν ένας άνθρωπος. Ένας ζωντανός άνθρωπος· τα ευαίσθητα αυ- τιά της διέκριναν τους αδύναμους χτύπους της καρδιάς του κάτω από τις πεινασμένες τσιρίδες των νεογνών της. Φοβόταν, μα δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να ταΐσει τα παιδιά της. Αυτό υπερέβαινε οποιονδήποτε φόβο, οποιαδήπο- τε άλλη προσπάθεια, οποιοδήποτε άλλο ένστικτο. Στάθηκε λοιπόν με τη μύτη της στο πάτωμα και περίμενε να βρει μια λύση. Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν τώρα μαζί με την καρδιά του. Ένας χτύπος, δύο, τρεις, τέσσερις... Εντέλει, άνοιξε το στόμα της κι έδειξε τα δόντια της: δό- ντια αρουραίου. Ιούλης. Σκατά. Δεν είναι να πεθαίνεις Ιούλιο. Τι είναι αυτό που ακούω, καμπάνες; Λες να υπήρχε παραισθησιογόνο στις γαμημένες τις σφαίρες; Εντάξει, εδώ τελειώνουν όλα. Και λοιπόν, τι μ’ αυτό; Τι εδώ τι εκεί. Τι τώρα τι μετά. Δεν μου άξιζε όμως να πεθάνω Ιούλη μήνα. Με τα πουλάκια να κελαηδούν, τα ποτήρια να τσουγκρίζουν, τα γέλια να φτά- νουν στ’ αυτιά μου απ’ τον ποταμό Άκερ. Με όλη αυτή τη χαρά του καλοκαιριού έξω απ’ το παράθυρο. Δεν μου άξιζε να βρίσκομαι τέζα στο πάτωμα σε μια μολυσμένη τρώγλη
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=